ἄμωμος
English (LSJ)
ον,
A blameless, Semon.4; νόμος Hdt.2.177; without blemish, εἶδος ἄ. Hes.Th.259; κάλλει A.Pers.185; in epitaphs, CIG1974 (Thessalonica), al. 2 unblemished, of victims, etc., LXX Ex.29.1, al., 1 Ep.Pet.1.19, Ph.1.171, al. 3 unimpaired, perfect, ὑγίεια IG5(1).1119 (Geronthrae, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 147] untadelig, tadellos, Her. 2, 177; Aesch. Pers. 181; Theocr. 18, 25. Vgl. ἀμύμων.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμωμος: -ον, ἄνευ μώμου ἢ ἐλαττώματος, ἄμεμπος, Σιμων. Ἰαμβ. 4, Ἡρόδ. 2. 177· κάλλει Αἰσχύλ. Πέρσ. 182· ἐν χρήσει ἐν ἐπιταφίοις, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1974, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. -μως Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irréprochable.
Étymologie: ἀ, μῶμος.
Spanish (DGE)
-ον
I irreprochable, intachable del aspecto externo εἶδος Hes.Th.259, Archil.300.5, AP 12.96, ἄνθος κόμης Anacr.26, δέμας Orph.A.196, de pers. κάλλει τ' ἀμώμω A.Pers.185, cf. Theoc.18.25, Artem.5.67
•en sent. moral, de pers. Semon.5, esp. en epitafios IMEG 18, 35.9 (II a.C.), cf. IFayoum 32
•de abstr. νόμος Hdt.2.177, ὑγίεια IG 5(1).1119 (Gerontras IV a.C.), Βούλησις 1Ep.Clem.35.5, de cosas πάντα τὰ ἐν οὐρανῷ ἄμωμα Corp.Herm.Fr.11.2.29.
II en lit. judeo-crist.
1 virtualmente sin tacha, sin mácula de víctimas κριοί LXX Ex.29.1, μόσχος LXX Nu.15.24, cf. Ph.2.252
•de reliquias PMonac.1.31 (VI a.C.)
•fig. puro de Cristo, 1Ep.Petr.1.19.
2 subst. ὁ ἄ. el puro n. dado al Salmo 118, Cyr.S.V.Cyriac.8 (p.227.6).
III adv. -ως sin tacha χαίρειν Ign.Rom.tít., cf. Ephr.Syr.3.3D.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and μῶμος; unblemished (literally or figuratively): without blame (blemish, fault, spot), faultless, unblamable.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμωμος, -ον) μῶμος
άμεμπτος, αψεγάδιαστος
νεοελλ.
άσπιλος, αγνός.
Greek Monotonic
ἄμωμος: -ον, χωρίς ελάττωμα, άμεμπτος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμωμος: Her., Aesch., Theocr. = ἀμώμητος.