ἐπιμίξ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
Ep. Adv.
A mixedly, confusedly, pell-mell, ἐ. ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il.11.525, cf. 21.16; ἐ. δέ τε μαίνεται Ἄρης Ares rages without respect of persons, Od.11.537; ἐ. κτείνονται Il.14.60: in later Prose, LXX Wi.14.25.
German (Pape)
[Seite 963] vermischt, durch einander, gemengt, ohne Unterschied durch einander, ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί Il. 11, 525, κτείνονται ἐπιμίξ 14, 60, ἐπιμὶξ μαίνεται Ἄρης, ohne Unterschied zu machen wüthet Ares gegen den Einen wie gegen den Andern, Od. 11, 537. – Sp., wie Aristaen. 1, 1. – Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 298.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμίξ: Ἐπικ. ἐπίρρ. (ἐπιμίγνυμι), ἀναμίξ, ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ αὐτοί, «ἀναμεμιγμένοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 525, Φ. 16· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης, ὁ Ἄρης μαίνεται ἄνευ διακρίσεως προσώπων, Ὀδ. Λ. 537· κτείνονται ἐπιμὶξ Ἰλ. Ξ. 60: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΔϳ, 25).
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle.
Étymologie: ἐπί, μίγνυμι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐπιμίξ (Α) επιμίγνυμι
επίρρ. ανάμικτα, χωρίς διάκριση («ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐπιμίξ: Επικ. επίρρ. (ἐπιμίγνυμι), συγκεχυμένα, ανακατωμένα, pêle-mêle, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμίξ: adv.
1) вперемешку, в смятении (ἵπποι τε καὶ ἄνδρες Hom.);
2) беспорядочно, без разбора (ἐ. μαίνεται Ἄρης Hom.): ἐ. κτείνονται Hom. (ахейцы) падают среди общей свалки.