Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακόστομος

From LSJ
Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόστομος Medium diacritics: κακόστομος Low diacritics: κακόστομος Capitals: ΚΑΚΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kakóstomos Transliteration B: kakostomos Transliteration C: kakostomos Beta Code: kako/stomos

English (LSJ)

ον,

   A foul-mouthed, λέσχαι E.IA1001.    2 lacking in eloquence, Ptol.Tetr.166.    II bad to pronounce, illsounding, Longin.43.1.

German (Pape)

[Seite 1304] mit bösem Munde, schmähend, schmähsüchtig, λέσχαι Eur. I. A. 1001; – schlecht auszusprechen, übelklingend, Longin. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux.
Étymologie: κακός, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόστομος, -ον)
κακολόγος, αισχρολόγος, κακόγλωσσος, υβριστής («κακόστομοι λέσχαι», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από κακοσμία του στόματος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ευγλωττία
2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, κακόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. ελευθερό-στομος, ισχυρό-στομος].

Greek Monotonic

κᾰκόστομος: -ον (στόμα), κακολόγος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόστομος -ον [κακός, στόμα] kwaadsprekend:. λέσχας... κακοστόμους φιλεῖ hij is verzot op kwaadaardig geroddel Eur. IA 1001.