ἐπεντύνω

From LSJ
Revision as of 20:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

German (Pape)

[Seite 915] zurüsten gegen, χεῖρα ἐπί τινα, d. i. die Hand gegen Jem. brauchen wollen, Soph. Ai. 446; Ἀρηά τινι Opp. H. 5, 562; med., sich rüsten, ἄεθλα, d. i. die Kampfpreise zu erlangen, Od. 24, 89; εἰς χορόν Coluth. 4; νέεσθαι, sich anschicken zu gehen, Ap. Rh. 1, 720.

French (Bailly abrégé)

préparer contre, armer contre : χεῖρα ἐπί τινι SOPH armer son bras contre qqn;
Moy. ἐπεντύνομαι se préparer : ἄεθλα OD pour remporter le prix de la lutte.
Étymologie: ἐπί, ἐντύνω.

English (Autenrieth)

harness (to), Il. 8.374; mid., equip oneself to win, ἄεθλα, Od. 24.89.

Greek Monolingual

ἐπεντύνω και ἐπεντύω (Α)
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («σὺ μἐν νῶιν ἐπέντυε μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. ασκούμαι σε κάτι («ἐπεντύνονται ἄεθλα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εντύνω «ετοιμάζω, εξοπλίζω»].

Greek Monotonic

ἐπεντύνω: [ῡ] και -εντύω, παρασκευάζω, ετοιμάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· χεῖρα ἐπεντύνειν ἐπί τινι, το οπλίζω το χέρι μου για μάχη, σε Σοφ. — Μέσ., προετοιμάζομαι ή εξασκούμαι, ἄεθλα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεντύνω: (ῡ) готовить, оснащать, вооружать: ἐ. (v. l. ἐπευθύνειν) χεῖρα ἐπί τινι Soph. вооружиться против кого-л.; med. готовиться, вооружаться: ἐ. ἄεθλα Hom. готовиться к состязаниям.