ἀνδροφόνος
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ον,
A man-slaying, Homeric epith. of Hector, Il.24.724, etc.; of Achilles, χεῖρες ἀ. 18.317; homicide, Pl.Phd.114a; generally, murderous, ἀ. τὴν φύσιν Theopomp.Hist.217:—rarely exc. of slaughter in battle, but in Od.1.261 φάρμακον ἀ. a murderous drug:—epith. of αῖμα, Orph.H.65.4. 2 of women, murdering their husbands, Pi.P.4.252. II as law-term, one convicted of manslaughter, homicide, Lys.10.7, D.23.29, cf. ib.216:—hence as a term of abuse, τοὺς ἀ. ἰχθυοπώλας Ath.6.228c, cf. Amphis 30. III ἀ. Κῶνος, a landmark at Athens, IG3.61 Aii 15.
German (Pape)
[Seite 219] Männer tödtend, Hektor, Il. 1, 242 u. sonst; χεῖρες 18, 317; μελίη, die Lanze, Hes. Sc. 420; φάρμακον Od. 1, 261. Bei Pind. P. 4, 252 Λήμνιαι γυναῖκες, die Mörderinnen ihrer Ehemänner; vgl. Eur. Hec. 1061; φροντίς Pallad. 139 (IX, 378). – Subst., der Mörder, Plat. Euthyd. 9 a; Lys. 10, 6; vgl. bes. Dem. 23, 29 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροφόνος: -ον, (*φένω) ὁ ἄνδρας φονεύων, Ὁμηριακὸν ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος Ἰλ. Ω. 724 κτλ.· τοῦ Ἀχιλλέως, Σ. 317: - ἐν Ὀδ. Α. 261, φάρμακον ἀνδρ. = φονικὸν φάρμακον: - ἐν γένει ὡς ἐπίθετον πολλῶν λέξεων, π.χ.: ἀνδροφόνος μελίη, φροντίς, σιωπή, σίδηρος, κτλ. 2) ἐπὶ γυναικῶν φονευσασῶν τοὺς ἄνδρας αὐτῶν, Λαμνιᾶν τ᾽ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων Πινδ. Π. 4. 449. ΙΙ. ὡς ὄρος νομικός, ὁ ἀποδειχθεὶς ἔνοχος ἀνθρωποκτονίας, ἀνθρωποκτόνος, Λυσ. 116. 38, Πλάτ. Φαίδων 114Α, Δημ. 629 ἐν τέλ.: - Ἐντεῦθεν ὡς ἐπίθετον καταχραστοῦ, πρὸς τοὺς ἀνδροφόνους ἰχθυοπώλας Ἀθήν. 228C, Ἄμφιν ἐν «Πλάνῳ» 1. 8. καὶ αὐτόθι Meineke.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
homicide, meurtrier.
Étymologie: ἀνήρ, πεφνεῖν.
English (Autenrieth)
(root φεν): man-slaying; φάρμακον, ‘deadly,’ Od. 1.261.
English (Slater)
ἀνδροφόνος, -ον
1 murdering their husbands Λαμνιᾶν τ' ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (P. 4.252)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): arc. ἀνδραφόνος Sol.Lg.3; dór. ἀνδρεφόνος Hdn.Gr.2.418
I 1matador de hombres epít. elogioso o simplemente descriptivo, de Héctor Il.24.724, Hes.Fr.141.29, χεῖρες Il.18.317, φάρμακον Od.1.261, μελίη Hes.Sc.420, cf. Tyrt.1.52, Ἄρης Hes.Sc.98, ἐν ὑσμίναις ... ἀνδροφόνοις IGBulg.12.344.4 (Mesembria I a.C.), cf. Hdn.Gr.l.c.
2 asesino Sol.l.c., τὰς ἀνδροφόνους ... Ἰλιάδας E.Hec.1062, ἀ. γενόμενος Pl.Euthphr.9a, cf. Phd.114a, Lg.916c, Lys.10.7, 13.82, D.20.158, 23.29, 46, 216, Arist.Mir.832a18, ἡ ἐξαίτησις τῶν ἀ. IPr.121.26 (I a.C.), cf. OGI 218.99, Plu.2.1065f, LXX 2Ma.9.28, 1Ep.Ti.1.9, SB 12087B.4 (II d.C.), Theopomp.Hist.225, Plb.13.6.4, Luc.Asin.21, Pisc.14
•El Asesino tít. de una comedia de Filemón, Ath.663f
•de otra de Batón, Ath.163b.
3 asesino, malhechor como insulto τοὺς ἀ. ἰχθυοπώλας Ath.228c, cf. Amphis 30.
II que mata al marido γυναικῶν ἀνδροφόνων Pi.P.4.252.
III ἀ. Κῶνος un mojón en Atenas IG 22.2776A.51.
English (Strong)
from ἀνήρ and φόνος; a murderer: manslayer.
English (Thayer)
ἀνδροφονου, ὁ, a manslayer: Homer, Plato, Demosthenes, others) (Cf. φονεύς.)
Greek Monolingual
ἀνδροφόνος, -ον (Α)
1. εκείνος που φονεύει άνδρες, φονικός, θανατηφόρος
2. δολοφόνος
3. (για γυναίκα) η συζυγοκτόνος.
Greek Monotonic
ἀνδροφόνος: -ον (ἀνήρ, *φένω),
I. 1. δολοφόνος ανδρών, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για γυναίκες, αυτή που δολοφονεί τον σύζυγό της, σε Πίνδ.
II. ως δικανικός όρος, κάποιος που καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία, ένοχος ανθρωποκτονίας, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροφόνος: 1) человекоубийственный, губительный, смертоносный (Ἓκτωρ, χεῖρες, φάρμακον Hom.; μελίη Hes.);
2) убивающая мужа (γυναῖκες Pind.).
II ὁ человекоубийца Lys., Plat., Dem.