ἠπάομαι

From LSJ
Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπάομαι Medium diacritics: ἠπάομαι Low diacritics: ηπάομαι Capitals: ΗΠΑΟΜΑΙ
Transliteration A: ēpáomai Transliteration B: ēpaomai Transliteration C: ipaomai Beta Code: h)pa/omai

English (LSJ)

   A mend, repair (rare word for the common ἀκέομαι), τὰ ῥαγέντα τῶν ἱματίων Gal.Thras.25: abs., Id.UP3.1:—Med., aor. 1 inf. ἠπήσασθαι Hes.Fr.172; κόσκινον Ar.Fr.227; ῥαγὲν ἱμάτιον Gal.Thras. 5: pf. part. Pass., ἱμάτια ἠπημένα Aristid.2.307 J., cf. BCH51.326.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπάομαι: ἴδε ἐν λ. ἠπήσασθαι.

Greek Monolingual

ἠπάομαι (Α)
διορθώνω, επισκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η-) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής, ηπητήριον, ήπητρα, ήπησις) χρησιμοποιούνται κατ' εξοχήν στη ραπτική. Το δε ρ. ηπάομαι συνδέεται στενά σημασιολογικώς με το συνηθέστερο ρ. ακέομαι θεραπεύω, επιδιορθώνω»].

Greek Monotonic

ἠπάομαι: βλ. ἠπήσασθαι.

Russian (Dvoretsky)

ἠπάομαι: (только inf. aor. ἠπήσασθαι) зашивать, чинить (κόσκινον Arph.).