ἠπάομαι
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
A mend, repair (rare word for the common ἀκέομαι), τὰ ῥαγέντα τῶν ἱματίων Gal.Thras.25: abs., Id.UP3.1:—Med., aor. 1 inf. ἠπήσασθαι Hes.Fr.172; κόσκινον Ar.Fr.227; ῥαγὲν ἱμάτιον Gal.Thras. 5: pf. part. Pass., ἱμάτια ἠπημένα Aristid.2.307 J., cf. BCH51.326.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπάομαι: ἴδε ἐν λ. ἠπήσασθαι.
Greek Monolingual
ἠπάομαι (Α)
διορθώνω, επισκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η-) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής, ηπητήριον, ήπητρα, ήπησις) χρησιμοποιούνται κατ' εξοχήν στη ραπτική. Το δε ρ. ηπάομαι συνδέεται στενά σημασιολογικώς με το συνηθέστερο ρ. ακέομαι θεραπεύω, επιδιορθώνω»].
Greek Monotonic
ἠπάομαι: βλ. ἠπήσασθαι.
Russian (Dvoretsky)
ἠπάομαι: (только inf. aor. ἠπήσασθαι) зашивать, чинить (κόσκινον Arph.).