σφήξ
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
σφηκός, Dor.σφάξ, σφᾱκός (Theoc.5.29), ὁ (fem. only in An.Par.1.168 and as f.l. in Antisth. ap. Stob.3.13.38):—
A wasp, σφῆκες μέσον αἰόλοι Il.12.167, cf. Hdt.2.92, Ar.Ach.864, etc.; called εἰνόδιοι, from their making their nests in the road, Il.16.259; σφῆκες ἐκ γῆς Call.Iamb.1.98; on the different species, v. Arist.HA627b23, cf. 554b22: prov., μή πως ἐγείρῃς σ. τὸν κοιμώμενον AP7.405 (Phil.), cf. 408 (Leon.). II = σφηκίσκος 11, Pherecr.238, IG11(2).156A56, al. (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1050] σφηκός, ὁ, die Wespe, vespa; II. 12, 167. 16. 259, Her. 2. 92. u. s. f.; Ar. Ach. 829 u. öfter; Plat. Phaed. 82 b; Arist. H. A. 9, 41 u. A.; bei Nic. arithm. 2, 16 ὄγκος ὁ τῶν σφηκῶν u. ἡ τοῦ σφηκὸς ἐντομή.
Greek (Liddell-Scott)
σφήξ: σφηκός, Δωρ. σφάξ, σφᾱκός (Θεόκρ. 5. 29), ὁ, κοινῶς ἡ «σφήκα» ἢ «σφήγκα», σφῆκες μέσον αἰόλοι Ἰλ. Μ. 167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 2. 92, Ἀριστοφάν., κλπ.· καλοῦνται δὲ εἰνόδιοι, ἐπειδὴ ποιοῦσι τὰς φωλεὰς αὐτῶν παρὰ τὴν ὁδὸν, Ἰλ. Π. 259· περὶ τῶν διαφόρων αὐτῶν εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, πρβλ. 5. 20· παροιμ., μή πως ἐγείρῃς σφ. τὸν κοιμώμενον Ἀνθ. Π. 7. 405, πρβλ. 408. ΙΙ. = σφηκίσκος ΙΙ, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 54· ― ὡσαύτως ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ σφήν, Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ. (Ὁ Κούρτ. νομίζει τὸ Λατ. vesp-a ὡς πλησιέστατον πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς ῥίζαν, ὥστε ἡ Ἑλληνικὴ λέξις θὰ ἦτο ϝέσπη, κατ’ ἐπέκτασιν δὲ ϝέσπηξ, μεθ’ ὃ ἡ μὲν α΄ συλλαβὴ ἐξέπεσε τὸ δὲ π μετὰ τὸ σ ἐτράπη εἰς φ (ὡς ἐν τοῖς σφαδάζω, σπάω, σφόγγος σπόγγος, κτλ.), σφήξ). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 358.
French (Bailly abrégé)
σφηκός (ὁ) :
guêpe, insecte.
Étymologie: p. *Ϝέσπηξ, de Ϝέσπη, cf. lat. vespa ; sur le chang. de Ϝέσπηξ en *Ϝέσφηξ, > σφήξ, cf. σπάω et σφαδᾴζω, σπόγγος et σφόγγος, etc.
English (Autenrieth)
σφηκός (cf. vespa): wasp or hornet, Il. 12.167 and Il. 16.259.
Greek Monolingual
-ηκός, ὁ, ΜΑ, και σπαν. σφήξ, -ηκός, ἡ, και δωρ. τ. σφάξ, -ακός, Α
βλ. σφήκα.
Greek Monotonic
σφήξ: σφηκός, Δωρ. σφάξ, σφᾱκός, ὁ, το έντομο σφήκα, Λατ. vespa, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφήξ σφηκός, ὁ [~ σφήν? ~ ψήν?] wesp.