ναυαγέω
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
Ion. ναυηγ-, pf.
A νεναυάγηκα Hdt.7.236 (-ηγ-), Eub.76: (ναῦς, ἄγνυμι):—suffer shipwreck, Hdt. l. c., X.Cyr.3.1.24, D.34.10, etc.: metaph., of chariots, Id.61.29; of an earthen vessel, A.Fr. 180; of persons, ν. ἐν τοῖς ἰδίοις Thphr. ap. D.L.5.55, cf. Phld.Vit. p.33 J.; ἐν τῷ βίῳ Ceb.24.2; περὶ τὴν πίστιν 1 Ep.Ti.1.19; χὡ μὲν ἐναυάγει γαίης ἔπι AP5.208 (Posidipp. or Asclep.); ναυαγεῖ συμπόσια μὴ τυχόντα παιδαγωγίας ὀρθῆς Plu.2.622b.
German (Pape)
[Seite 230] ion. ναυηγέω, Schiffbruch leiden, scheitern; Aesch. frg. 15; Her. 7, 236, im perf.; ναυαγῆσαι ἔφη τὸ πλοῖον παραπλέον εἰς Θευδοσίαν, Dem. 35, 31; Folgde, wie Pol. 6, 44, 7. – Auch übtr. von anderen Dingen, z. B. vom zerbrochenen Wagen, Dem. 61, 29; mißlingen, zu Schaden kommen, Sp., z. B. D. L. 5, 55; ἐν οἷς τὰ πλεῖστα ναυαγεῖ συμπόσια, Plut. Symp. 1, 4 E.
Greek (Liddell-Scott)
ναυᾱγέω: Ἰων. ναυηγ- (ἄγνυμι) ὡς καὶ νῦν, ναυαγῶ, πάσχω ναυάγιον, τῶν νέες νεναυαγήκασι τετρακόσιαι Ἡρόδ. 7. 236· οἱ πλέοντες (δεδιότες) μὴ ναυαγήσωσι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 24· ὁ δὲ Λάμπις ἀναχθεὶς ἐναυάγησεν οὐ μακρὰν ἀπὸ τοῦ ἐμπορίου Δημ. 910. 7· - μεταφορ., ἐπὶ ἁρμάτων, συντρίβομαι, Δημ. 1410. 10· ἐπὶ πηλίνου ἀγγείου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· ἐπὶ προσώπων, ν. ἐν τοῖς ἰδίοις Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 55, πρβλ. Πλούτ. 2. 622Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire naufrage.
Étymologie: ναυαγός.
Spanish
English (Strong)
from a compound of ναῦς and ἄγω; to be shipwrecked (stranded, "navigate"), literally or figuratively: make (suffer) shipwreck.
English (Thayer)
ναυάγω: 1st aorist ἐναυαγης; (from ναυαγός shipwrecked; and this from ναῦς, and ἄγνυμι to break); frequent in Greek writings from Aeschylus and Herodotus down, to suffer shipwreck: properly, περί τήν πίστιν (as respects (A. V. concerning, see περί, II. b.) the faith), 1 Timothy 1:19.
Greek Monotonic
ναυᾱγέω: Ιων. ναυηγ-, μέλ. -ήσω, παθαίνω ναυάγιο, ναυαγώ, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για άρματα, συντρίβομαι, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ναυᾱγέω: ион. ναυηγέω
1) терпеть кораблекрушение Her., Xen., Dem. etc.;
2) терпеть крушение, неудачу (ἔν τινι Plut. и περί τι NT).