σκύταλον

From LSJ
Revision as of 12:11, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτᾰλον Medium diacritics: σκύταλον Low diacritics: σκύταλον Capitals: ΣΚΥΤΑΛΟΝ
Transliteration A: skýtalon Transliteration B: skytalon Transliteration C: skytalon Beta Code: sku/talon

English (LSJ)

τό,= σκυτάλη,

   A cudgel, club, Pi.O.9.30, Hdt.3.137, Ar.Ec.76, X.An.7.4.15: also σκύταλος, ὁ, Tz.H.9.130.    II v. σκύτη.

German (Pape)

[Seite 908] τό, = σκυτάλη; – 1) Stock, Stab, Keule; des Heralles, τίναξε, Pind. Gl. 9, 30; Her. 3, 137; Ar. Eccl. 76. 78; Xen. An. 7, 4, 15. – 2) bei den Siciliern der Hals, Schol. Ar. Av. 1283.

Greek (Liddell-Scott)

σκύτᾰλον: [ῠ], τό, = σκυτάλη, ῥόπαλον, «μαγκοῦρα», Πινδ. Ο. 9. 45, Ἡρόδ. 3. 137, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 76, Ξεν. Ἀνάβ. 7.4, 15· - οὕτω σκύταλος, ὁ, Τζέτζ. ΙΙ. ἴδε σκύτη.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bâton à gros bout, massue.
Étymologie: σκυτάλη.

English (Slater)

σκῠτᾰλον
   1 club ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν (O. 9.30)

Greek Monolingual

τὸ, Α
ρόπαλο, σκυτάλη, μαγκούραἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σκυτάλη, κατά τα ουδ.].

Greek Monotonic

σκύτᾱλον: [ῠ], τό = σκυτάλη I, σε Πίνδ., Ηρόδ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύταλον -ου, τό [~ σκυταλή] knuppel, knots, stok.