σκύταλον
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
τό,= σκυτάλη,
A cudgel, club, Pi.O.9.30, Hdt.3.137, Ar.Ec.76, X.An.7.4.15: also σκύταλος, ὁ, Tz.H.9.130. II v. σκύτη.
German (Pape)
[Seite 908] τό, = σκυτάλη; – 1) Stock, Stab, Keule; des Heralles, τίναξε, Pind. Gl. 9, 30; Her. 3, 137; Ar. Eccl. 76. 78; Xen. An. 7, 4, 15. – 2) bei den Siciliern der Hals, Schol. Ar. Av. 1283.
Greek (Liddell-Scott)
σκύτᾰλον: [ῠ], τό, = σκυτάλη, ῥόπαλον, «μαγκοῦρα», Πινδ. Ο. 9. 45, Ἡρόδ. 3. 137, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 76, Ξεν. Ἀνάβ. 7.4, 15· - οὕτω σκύταλος, ὁ, Τζέτζ. ΙΙ. ἴδε σκύτη.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bâton à gros bout, massue.
Étymologie: σκυτάλη.
English (Slater)
σκῠτᾰλον
1 club ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν (O. 9.30)
Greek Monolingual
τὸ, Α
ρόπαλο, σκυτάλη, μαγκούρα («ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σκυτάλη, κατά τα ουδ.].
Greek Monotonic
σκύτᾱλον: [ῠ], τό = σκυτάλη I, σε Πίνδ., Ηρόδ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκύταλον -ου, τό [~ σκυταλή] knuppel, knots, stok.