εὐπατέρεια
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἡ, (πατήρ)
A daughter of a noble sire, epith. of Helen, Il. 6.292, Od.22.227; of Tyro, 11.235; ἑταῖραι Mosch.2.29, cf. A.R.1.570, AP9.688. 2 of places, belonging to a noble father, αὐλά E. Hipp.68 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1087] ἡ, Tochter eines edlen Vaters, Helena, Il. 6, 292 Od. 22, 227; Τυρώ 11, 235; so öfter bei sp. D. Artemis, Ap. Rh. 1, 569; δίκη Macedon. 38 (XI, 380); ἑταῖραι M, sch. 2, 29. – Eur. Hipp. 67 αὐλά, Hof eines edlen Vaters. Vgl. Elmsl. zu I. T. 1082.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπᾰτέρεια: ἡ, (πατὴρ) ὡς τὸ εὔπατρις, θυγάτηρ εὐγενοῦς πατρός, ἐπίθ. τῆς Ἐλένης, Ἰλ. Ζ. 292, Ὀδ. Χ. 227· τῆς Τυροῦς, Λ. 235, πρβλ. Μόσχ. 2. 29. 2) ἐπὶ τόπων, ἀνήκων εἰς εὐγενῆ πατέρα, αὐλά Εὐρ. Ἱππ. 98.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fille d’un père illustre;
2 qui appartient à un père illustre.
Étymologie: εὐπάτωρ.
English (Autenrieth)
daughter of a noble father, epith. of Helen and Tyro, Il. 6.292, Od. 11.235.
Spanish
hija de un padre noble, noble por nacimiento
Greek Monotonic
εὐπᾰτέρεια: ἡ (πατήρ),·
1. κόρη ευγενή πατέρα, σε Όμηρ.
2. λέγεται για τόπους, αυτή που ανήκει σε ευγενή πατέρα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπᾰτέρεια: adj. f
1) происходящая от славного отца (Ἑλένη Hom. - v. l. Ἄρτεμις);
2) принадлежащая славному отцу (αὐλά Eur.).