θαμά

From LSJ
Revision as of 21:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰμά Medium diacritics: θαμά Low diacritics: θαμά Capitals: ΘΑΜΑ
Transliteration A: thamá Transliteration B: thama Transliteration C: thama Beta Code: qama/

English (LSJ)

(oxyt., A.D.Adv.153.5, Hdn.Gr.2.141), Adv.

   A often, Il.16.207, Od.16.27, Pi.O.1.17, B.12.193, S.El.524, Ar.Eq.990 (lyr.), Pl. 1166, Pl.Phd.72e, X.Mem.2.1.22; θ. τῆς ἡμέρας POxy.1158.4 (iii A.D.). (Orig. 'thickly', cf. θαμέες, θάμνος.)

German (Pape)

[Seite 1185] (ἅμα), in Haufen, dichtgedrängt, schaarenweis, θαμὰ θρώσκοντας ὀϊστο ύς Il. 15, 470. Häufiger von der Zeit, oft, häufig, oft od. schnell nach einander, ταῦτα θάμ' ἐβάζετε Il. 16, 207; Od. 16, 27 u. öfter; Pind. Ol. 1, 25 u. öfter; κακῶς κλύουσα πρὸς σέθεν θαμά Soph. El. 514, öfter; Eur. I.T. 6. Auch in Prosa, Plat. Phaed. 72 e Parmen. 130 a; καὶ ἐκ τῶν ὕπνων ὥςπερ οἱ παῖδες θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει Rep. I, 330 e; Xen. Mem. 2, 1, 22; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰμά: ἐπίρρ., συχνάκις, συχνά, πολλάκις, Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., οἷον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε θαμάκις, θαμειός, θαμινός, θαμίζω, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en grand nombre;
2 souvent, fréquemment, en se succédant rapidement.
Étymologie: DELG cf. θημών, θωμός.

English (Slater)

θᾰμᾰ
   1 often παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν (O. 1.17) [φύονται πολιαὶ θαμὰ καὶ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον (θαμάκι v. l.) (O. 4.27) ] ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι (O. 7.12) μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν (P. 3.78) “ἦ μὰνὤτρυνον θαμὰ” (P. 4.40) νόμον λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων (P. 12.25) λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα (N. 1.17) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί (N. 1.22) θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον (N. 2.9) θαμά κε ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (N. 4.15) Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) δύνασαι θαμὰ διδόμεν (N. 7.97) θαμὰ Δ[ελφ]ῶν ἱστάμεναι χορὸν παρθένοι (Pae. 2.98) πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά Πα. 7B. 49. θαμὰ δ' ερ[ (Pae. 12.5) θαμὰ γὰρ οἴκοθ[εν Δ. 4h. 11. βασιλῆος ἀταλασθίᾳ κοτέων θαμά fr. 140a. 57 (31). ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.

Greek Monolingual

θαμά (AM)
επίρρ. συχνά («κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. θαμά, όπως εξάλλου τα επιρρήματα σε -α (πρβλ. κάρτα, τάχα κ.ά.) προέρχεται από ένα ουδ. ουσ. σε -η (το θαμά, «μεγάλος αριθμός, πλήθος») και συνδέεται πιθ. με το θημ-ών, θω-μός «σωρός» και τί-θη-μι.
ΠΑΡ. αρχ. θαμάκις, θαμίζω, θαμινός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. θαμώνας].

Greek Monotonic

θᾰμά: επίρρ. (ἅμα), συχνά, πολλές φορές, σε Όμηρ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰμά: (μᾰ) adv.
1) плотной массой, густо: θ. θρώσκοντες ὀϊστοί Hom. множество летящих стрел;
2) часто (κατασκοπεῖσθαί τι Xen.): ταῦτά με θ. ἐβάζετε Hom. это вы мне часто говорили; ὁ λόγος, ὃν σὺ εἴωθας θ. λέγειν Plat. мысль, которую ты имел обыкновение часто высказывать.