μεταστρατοπεδεύω

From LSJ
Revision as of 00:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστρᾰτοπεδεύω Medium diacritics: μεταστρατοπεδεύω Low diacritics: μεταστρατοπεδεύω Capitals: ΜΕΤΑΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΩ
Transliteration A: metastratopedeúō Transliteration B: metastratopedeuō Transliteration C: metastratopedeyo Beta Code: metastratopedeu/w

English (LSJ)

   A shift one's ground or camp, Plb.3.112.2, D.S. 14.32, Plu.2.228d:—Med., X.Cyr.3.3.23; πρὸς τὸ ἄστυ Id.Ages.2.18; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα D.H.9.6 (Act. as v.l.).

German (Pape)

[Seite 154] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ ἄστυ, Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.

Greek (Liddell-Scott)

μεταστρᾰτοπεδεύω: μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.

French (Bailly abrégé)

changer de campement.
Étymologie: μετά, στρατοπεδεύω.

Greek Monolingual

μεταστρατοπεδεύω)
(ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μεταστρᾰτοπεδεύω: μέλ. -σω, μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, αλλάζω στρατόπεδο, σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεταστρᾰτοπεδεύω: тж. med. перемещать лагерь (ταχέως Polyb.; med. πρὸς τὸ ἄστυ Xen.).