ὀχληρός

From LSJ
Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχληρός Medium diacritics: ὀχληρός Low diacritics: οχληρός Capitals: ΟΧΛΗΡΟΣ
Transliteration A: ochlērós Transliteration B: ochlēros Transliteration C: ochliros Beta Code: o)xlhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A troublesome, irksome, importunate, of persons, Aeschin.1.135, D.Prooem.48; ἴσθ' ὀ. ὢν δόμοις Ar.Ach.460 (parody); ὀ. ἴσθ' ὤν E.Hel.452; τινι to one, Id.Alc.540, Pl.Hp.Ma.295b; of a writer, offensive, D.H.Th.30.    2 of things, troublesome, annoying, Hdt.1.186, Isoc.5.151, etc. Adv. -ρῶς D.H.Dem.15: Comp. -οτέρως, ἔχειν Hp.Epid.1.19, Phld.Mus.p.63K.    II turbulent, συμπόται Pl. R.569a.

German (Pape)

[Seite 430] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ ἐπαχθής, Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. ταραχώδης.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχληρός: -ά, -όν, ἐνοχλητικός, φέρων ἐνόχλησιν, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κλ.· ὀχληρὸς ἴσθ’ ὢν Εὐριπ. Ἑλ. 452· παρῳδεῖται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 460 τινι, εἴς τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 540, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ἐπὶ συγγραφέως, προσβλητικὸς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν ἀνίαν, ὀχληρός, Ἡρόδ. 1. 186, Ἰσοκρ. 112D, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 15· συγκρ. -οτέρως, Ἱππ. 955Ε. ΙΙ. ταραχώδης, ξυμπότης Πλάτ. Πολ. 569Α.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
importun, fatigant, ennuyeux;
Cp. ὀχληρότερος, Sp. ὀχληρότατος.
Étymologie: ὄχλος.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α ὀχληρός, -ά, -όν)
(για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός
αρχ.
1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός
2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός
3. θορυβώδης, ταραχώδης.
επίρρ...
οχληρώς και -ά (Α ὀχληρῶς)
με οχληρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].

Greek Monotonic

ὀχληρός: -ά, -όν, ενοχλητικός, αυτός που γίνεται φόρτωμα, που βαρύνει ή στενοχωρεί κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχληρός: 3
1) докучный, беспокоящий, надоедливый (οὐκ ὀ. ἔσομαί σοι πυνθανόμενος Plat.): πλοίῳ διαβαίνειν ὀχληρὸν ἦν Her. переправляться (через Эвфрат) на судне было неудобно;
2) беспокойный, шумный (συμπόται Plat.).