περιοικέω

From LSJ
Revision as of 14:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοικέω Medium diacritics: περιοικέω Low diacritics: περιοικέω Capitals: ΠΕΡΙΟΙΚΕΩ
Transliteration A: perioikéō Transliteration B: perioikeō Transliteration C: perioikeo Beta Code: perioike/w

English (LSJ)

(περίοικος)

   A dwell round persons or places, c. acc., Hdt.1.57, al., X.An.5.6.16 : abs., Hdt.5.23, Lys.7.28:—Pass., to be inhabited all round, κύκλῳ Arist.Mete.354a4, Scyl.107, Scymn. 766.

German (Pape)

[Seite 584] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16.

Greek (Liddell-Scott)

περιοικέω: (περίοικος) κατοικῶ πέριξ προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter autour de, dans le voisinage de, acc..
Étymologie: περί, οἰκέω.

English (Strong)

from περί and οἰκέω; to reside around, i.e. be a neighbor: dwell round about.

English (Thayer)

περιοίκῳ; to dwell round about: τινα (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12), to be one's neighbor, Herodotus, Aristophanes, Xenophon, Lysias, Plutarch.)

Greek Monotonic

περιοικέω: μέλ. -ήσω (περίοικος), διαμένω γύρω από ένα πρόσωπο ή τόπο, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

περιοικέω: жить вокруг (ἀμφοτέρωθεν γείτονες περιοικοῦσιν Lys.): περιοικοῦντες τὸν Πόντον Xen. жители берегов Понта; θάλατται περιοικούμεναι κύκλῳ Arst. моря с заселенными вокруг берегами; οἱ περιοικοῦντες NT окрестные жители.