τετραέλικτος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ον, =
A four times coiled round, ὄφις AP7.210 (Antip.); τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1097] = Folgdm, ὄφις, Antp. Sid. 63 (VII, 210).
Greek (Liddell-Scott)
τετραέλικτος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὄφις Ἀνθ. Π. 7. 210.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
roulé quatre fois sur soi-même.
Étymologie: τέσσαρες, ἑλίσσω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές («ὄφις τετραέλικτος», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑλικτός (< ἑλίσσω «περιτυλίγω, στριφογυρίζω»)].
Greek Monotonic
τετραέλικτος: -ον, αυτός που κινείται ελικοειδώς (συστρέφεται) τέσσερις φορές, σε Ανθ.
Middle Liddell
τετρα-έλικτος, ον,
four times wound round, Anth.