φορτίον

From LSJ
Revision as of 05:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορτίον Medium diacritics: φορτίον Low diacritics: φορτίον Capitals: ΦΟΡΤΙΟΝ
Transliteration A: phortíon Transliteration B: phortion Transliteration C: fortion Beta Code: forti/on

English (LSJ)

τό,

   A load, burden, freight, Sapph.Supp.9.13 (pl.), Alc.Supp.26.1, Ar.Pl.352, Lys.312, X.Mem. 3.13.6, An.7.1.37, al., Lycurg.96, Aq.2 Ki.15.33; λιβανωτικὰ φ. OGI132.11 (Alexandria, ii B. C.); φέρων ἀνθράκων φ. Ar.Ach.214 (lyr.); φ. βαστάζειν Teles p.10H.    2 pl., wares, merchandise, Hes.Op.643, 693, Hdt.1.1, 2.179, al., Ar.Ach.899,910, V.1398, Ra. 573, Hyp.Ath.6.    b esp. of agricultural produce, crops, PRev.Laws 43.14, al. (iii B. C.), PTeb.105.24 (ii B. C.), etc.    3 of a child in the womb, X.Mem.2.2.5; ἔρωτος f.l. in Anacr.170.    4 metaph., μεῖζον φ. ἢ καθ' αὑτὸν αἰρόμενον taking too heavy a burden upon him, D.11.14; μέγα τὸ φ. Antiph.3; οὐκ ἔστιν οὐδὲν βαρύτερον τῶν φορτίων . . γυναικός Id.329; οὔτοι τὸ γῆράς ἐστιν . . τῶν φ. μέγιστον Anaxandr.53; τὸ φ. μου ἐλαφρόν ἐστιν Ev.Matt.11.30; χρυσοῦν φ., of wealth, Secund.Sent.9. (Dim. only in form, commonly used for φόρτος in Com. and Prose; wrongly condemned as un-Attic by Moer.p.393 P., Thom.Mag.p.16R.)

German (Pape)

[Seite 1301] τό (nach Moeris hellenistisch für das att. φόρτος, von dem es der Form nach dim. ist), Last, Ladung, Fracht, bes. Schiffsladung, auch die Waare selbst; zuerst bei Hes. O. 645. 695, im plur., wie Ar. Ach. 863 Ran. 573 u. sonst; Her. φορτία ἀπ αγινεῖν, 1, 1; φορτίων πλήσαντες πλοῖον 2, 194; μέγιστα ἐκ φορτίων ἐκέρδησαν 4, 152, u. öfter; auch im sing., Ar. Plut. 352 Ach. 209 Lys. 312; Xen. Mem. 3, 13, 6; Dem. 35, 20; Sp., wie Luc. Asin. 19.

Greek (Liddell-Scott)

φορτίον: τό, ὡς καὶ νῦν, τουτὶ πονηρὸν φαίνεται τὸ φορτίον καὶ μ’ οὐκ ἀρέσκει Ἀριστοφ. Πλ. 352, Λυσ. 312, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6, Ἀνάβ. 7. 1. 37, κ. ἀλλ.· φέρων ἀνθράκων φ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 214· φ. βαστάζειν Τέλης παρὰ Στοβ. 1. 159 Gaisf. 2) φορτίον πλοίου, Λυκοῦργ. 159. 43· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐπὶ τοῦ πλοίου φορτία, δηλ. τὰ ἐμπορεύματα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 641. 691, Ἡρόδ. 1. 1., 2. 179, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 899. 910, Σφ. 1398, Βάτρ. 573. 3) ἐπὶ ἐμβρύου ἑν τῇ μήτρᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5. 4) μεταφορ., φ. ἄρασθαι Δημ. 156. 6· μέγα τὸ φορτίον Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκῳ» 4· οὐκ ἔστιν οὐδὲν βαρύτερον τῶν φορτίων… γυναικὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 53· οὔτοι τὸ γῆράς ἐστιν... τῶν φ. μέγιστον Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 2. (Ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον, τιθέμενον συνήθως ἀντὶ τοῦ φόρτος παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ τοῖς πεζογράφοις· τὰ δὲ παραγγέλματα τῶν Γραμματικῶν Μοίριδος καὶ Θωμᾶ Μαγίστρου ἀποδοκιμαζόντων τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττ. ἐλέγχονται ἐκ τῶν παραδειγμάτων ὡς ἡμαρτημένα).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 charge, fardeau;
2 ballot, marchandises, surt. marchandises à transporter par mer, cargaison d’un navire.
Étymologie: φόρτος.

English (Strong)

diminutive of φόρτος; an invoice (as part of freight), i.e. (figuratively) a task or service: burden.

English (Thayer)

φορτίου, τό (diminutive of φόρτος, but diminutive only in form not in significance; cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii; p. 440; (Winer s Grammar, § 2,1d. at the end)), from Hesiod down, the Sept. for מַשָׂא, a burden, load: of the freight or lading of a ship (often so in Greek writings from Hesiod, Works, 645,695 down), G L T Tr WH. Metaphorically: of burdensome rites, plural (αὐτός μόνος δύναται βαστάσαι Ζηνωνος φορτίον, (Diogenes Laërtius 7,5, 4 (171); see ζυγός, 1b.); of faults, the consciousness of which oppresses the soul, Lightfoot at the passage Synonym: see ὄγκος, at the end.)

Greek Monotonic

φορτίον: τό (φόρτος
1. φορτίο, βάρος, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. βάρος ή φορτίο πλοίου, σε Λυκούργ.· σε πληθ., φορτία, εμπορεύματα, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.
3. λέγεται για έμβρυο μέσα στη μήτρα, σε Ξεν.
4. μεταφ., μεῖζον φορτίον αἰρόμενον, παίρνω ένα βαρύ φορτίο στους ώμους μου, σε Δημ. (υποκορ. μόνο κατά τύπο).

Russian (Dvoretsky)

φορτίον: τό φέρω
1) ноша, тяжесть Arph.: φέρων ὅσον ἐδύνατο μέγιστον φ. Xen. неся столько, сколько мог унести;
2) преимущ. pl. кладь, груз, товар(ы) Hes., Her., Arph.;
3) плод (чрева): ἡ γυνὴ ὑποδεξαμένη φέρει τὸ φ. κινδυνεύουσα περὶ τοῦ βίου Xen. зачавшая женщина вынашивает плод с опасностью для жизни;
4) перен. бремя, обязанность: μεῖζον φ. ἢ καθ᾽ αὑτὸν αἰρόμενος Dem. приняв на себя бремя не по плечу.