μεταφράζω

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφράζω Medium diacritics: μεταφράζω Low diacritics: μεταφράζω Capitals: ΜΕΤΑΦΡΑΖΩ
Transliteration A: metaphrázō Transliteration B: metaphrazō Transliteration C: metafrazo Beta Code: metafra/zw

English (LSJ)

   A paraphrase, D.H.Th.45, Theon Prog.1, Hdn.Fig. p.95 S.    2 translate, J.AJ8.5.3, Plu.Cat.Ma.19, Cic.40.    II Med., consider after, ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις Il.1.140.

German (Pape)

[Seite 156] in einen andern Ausdruck übertragen, z. B. aus der Poesie in Prosa, übersetzen, umschreiben, Plut. Cic. 40, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταφράζω: παραφράζω, ἑρμηνεύω εἰς ἄλλο ὕφος, ἐξηγῶ, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 45, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 19, Κικ. 40. 2) μεταφράζω τὰς λέξεις γλώσσης τινὸς εἰς ἄλλην, «Θεᾶς Φερωνείας ὀνομαζομένης, ἣν οἱ μεταφράζοντες εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν οἱ μὲν ἀνθηφόρον, οἱ δὲ φιλοστέφανον, οἱ δὲ Φερσεφόνην καλοῦσιν» Διον. Ἁλ. Ι, 505, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., σκέπτομαι περί τινος κατόπιν, ἢ σκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, ἐξετάζω τι ἀκολούθως, ταῦτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖτις Ἰλ. Α. 140.

French (Bailly abrégé)

transporter d’une langue dans une autre, traduire;
Moy. μεταφράζομαι réfléchir ensuite, délibérer, examiner avec mûre réflexion.
Étymologie: μετά, φράζω.

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταφράζω) φράζω
1. μεταφέρω προφορικό ή γραπτό λόγο από μια γλώσσα σε άλλη
2. αποδίδω γραπτό ή προφορικό λόγο με διαφορετικό εκφραστικό τρόπο, εξηγώ, ερμηνεύω
νεοελλ.
μεταγλωττίζω
αρχ.
(το μέσ.) μεταφράζομαι
σκέπτομαι για κάτι κατόπιν, αναλογίζομαι ξανά, ξανασκέπτομαι.

Greek Monotonic

μεταφράζω: μέλ. -σω,
I. παραφράζω, μεταφράζω, σε Πλούτ.
II. Μέσ., λαμβάνω υπ' όψιν αργότερα, κατόπιν, ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταφράζω:
1) переводить: εἰ μεταφρασθείη Plut. если перевести, т. е. в переводе (на греческий язык);
2) med. подвергать обсуждению, обсуждать (ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις Hom.).