ὑμνοπόλος

From LSJ
Revision as of 02:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνοπόλος Medium diacritics: ὑμνοπόλος Low diacritics: υμνοπόλος Capitals: ΥΜΝΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: hymnopólos Transliteration B: hymnopolos Transliteration C: ymnopolos Beta Code: u(mnopo/los

English (LSJ)

ον,

   A composing songs of praise, κεφαλή Phalar.Ep.78.3.    II Subst. -πόλος, ὁ, poet, minstrel, Emp.146, Simon.184, AP 7.18 (Antip.Thess.), etc.; ὑμνηπόλος, ὁ, Suid., prob. in IG14.1014.1.

German (Pape)

[Seite 1179] = ὑμνηπόλος; Emped. 407; Gaetul. 3 (VI, 190); Ant. Thess. 56 (VII, 18); M. Arg. 28 (XI, 87); δὁνακες Antp. Sid. 35 (Plan. 2201, u. öfter Anth. u. a. sp. D., wie Nonn. D. 11, 111.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνοπόλος: -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· ὑμνοπόλος κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, ποιητής, ὑμνητήρ, Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοπόλος poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, πολέω.

Greek Monolingual

και ὑμνηπόλος, -ον, Α
1. αυτός που ασχολείται με τη σύνθεση ύμνων
2. το αρσ. ως ουσ. ὑμνοπόλος
ο ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειρο-πόλος.

Greek Monotonic

ὑμνοπόλος: -ον (πολέω), αυτός που ασχολείται με ύμνους· ως ουσ. ὑμνοπόλος, ὁ, ποιητής, υμνητής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνοπόλος: ὁ Emped., Anth. = ὑμνοθέτης II.

Middle Liddell

ὑμνο-πόλος, ον, πολέω
busied with songs of praise: as Subst., ὑμν., ὁ, a poet, minstrel, Anth.