πάντοτε

From LSJ
Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάντοτε Medium diacritics: πάντοτε Low diacritics: πάντοτε Capitals: ΠΑΝΤΟΤΕ
Transliteration A: pántote Transliteration B: pantote Transliteration C: pantote Beta Code: pa/ntote

English (LSJ)

Adv.

   A always, Philem.187, Arist.EN1166a28, Men.Mon. 324, 720; twice in LXX, Wi.11.21, 19.18, cf. BGU1123.8 (i B. C.), Ev.Matt.26.11, al., IG3.1362, 7.2713, D.Chr.32.37, etc.: condemned by the Atticists, who recommend διαπαντός or ἑκάστοτε, Phryn.82, Moer.p.319 P.

German (Pape)

[Seite 465] zu aller Zeit, immer (πότε), Sp., wie S. Emp. adv. rhett. 58, von den Atticisten verworfen, s. Phryn. 103 u. Beispiele bei Sturz dial. maced. p. 188.

Greek (Liddell-Scott)

πάντοτε: ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ἀεί, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 84, Μενανδρ. ἐν Μονοστίχ. 324, 720, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 4, καὶ σύνηθες παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ., Κ. Δ., κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες συνιστῶσι τὸ διαπαντὸς ἢ ἑκάστοτε, Φρύνιχ. 103, Μοῖρ. 319, Θωμᾶς Μάγιστρ. 678.

French (Bailly abrégé)

adv.
en tout temps, toujours.
Étymologie: πᾶν, τότε.

English (Strong)

from πᾶς and ὅτε; every when, i.e. at all times: alway(-s), ever(-more).

English (Thayer)

(πᾶς), adverb (for which the Atticists tell us that the better Greek writings used ἑκάστοτε; cf. Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 187f; (Winer s Grammar, 26 (25))), at all times, always, ever: st); L marginal reading); Josephus, Dionysius, Halicarnassus, Plutarch, Herodian, 3,9, 13 (7 edition, Bekker)); Artemidorus Daldianus, oneir. 4,20; Athen., (Diogenes Laërtius)

Greek Monolingual

και πάντοτες / πάντοτε, Μ και πάμποτε, ΝΜΑ
επίρρ. σε κάθε στιγμή, συνεχώς, αδιαλείπτως («πάντοτε δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον τοῡτον», ΚΔ)
νεοελλ.
σε οποιαδήποτε περίσταση, σε οποιαδήποτε στιγμή («θα είμαι πάντοτε στη διάθεση σας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + -τε (πρβλ. ότε, πό-τε)].

Greek Monotonic

πάντοτε: (πᾶς), επίρρ., όλες τις φορές, πάντα, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάντοτε [πᾶς, τοτε] adv., altijd.

Russian (Dvoretsky)

πάντοτε: adv. всегда, постоянно Men., Arst. etc.