καταλοχίζω

From LSJ
Revision as of 00:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλοχίζω Medium diacritics: καταλοχίζω Low diacritics: καταλοχίζω Capitals: ΚΑΤΑΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: katalochízō Transliteration B: katalochizō Transliteration C: katalochizo Beta Code: kataloxi/zw

English (LSJ)

   A form into λόχοι, τὴν φάλαγγα Ascl.Tact.2.1.    2 distribute into λόχοι, Ael.Tact.2.4, Arr.Tact.5.2: generally, distribute, εἰς τάξεις D.S.18.70; εἰς ἀγέλας Plu.Lyc.16; εἰς τοὺς ὁπλίτας Id.Sull.18; εἰς τοὺς . . . ποιητάς Lib.Ep.36.1 (-ελόχησας codd.):—Pass., Plu.Cic. 15.

German (Pape)

[Seite 1361] (in Lochen) vertheilen, Sp.; εἰς τάξεις κατελόχισαν D. Sic. 18, 70; εἰς ἀγέλας Plut. Lyc. 16; εἰς ὁπλίτας, einrangiren, Sull. 18.

Greek (Liddell-Scott)

καταλοχίζω: διανέμω εἰς λόχους, τὸ πλῆθος τοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α´, 173, καὶ καθόλου, διανέμω εἰς τάξεις Διόδ. 18. 70· εἰς ἀγέλας Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· εἰς ὁπλίτας ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 18.

French (Bailly abrégé)

partager en cohortes (v. λόχος) : εἰς τοὺς ὁπλίτας PLUT répartir parmi les hoplites.
Étymologie: κατά, λοχίζω.

Greek Monolingual

καταλοχίζω (Α)
1. κατανέμω, κατατάσσω σε λόχους
2. κατανέμω σε τάξεις, σε ομάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λοχίζω «κατατάσσω σε λόχους» (< λόχος)].

Greek Monotonic

καταλοχίζω: μέλ. -σω, διανέμω, κατανέμω σε λόχους, και γενικά διανέμω, μοιράζω, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λοχίζω verdelen, indelen:. εἰς ἀγέλας καταλοχίζειν indelen in afdelingen Plut. Lyc. 16.7.

Russian (Dvoretsky)

καταλοχίζω: воен.
1) производить разбивку, разделять (εἰς τάξεις Diod.; εἰς ἀγέλας Plut.);
2) распределять (εἰς τοὺς ὁπλίτας Plut.).

Middle Liddell

fut. σω
to distribute into λόχοι, and generally to distribute, Plut.