πρόσχισμα

From LSJ
Revision as of 00:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσχισμα Medium diacritics: πρόσχισμα Low diacritics: πρόσχισμα Capitals: ΠΡΟΣΧΙΣΜΑ
Transliteration A: próschisma Transliteration B: proschisma Transliteration C: proschisma Beta Code: pro/sxisma

English (LSJ)

ατος, τό, a kind of shoe,

   A slit in front (ἐσχισμένον ἐκ τῶν ἔμπροσθεν Hsch.), Ar.Fr.842.    II the forepart of the shoe, from its being slit, Arist.Rh.1392a31, Pr.956b4.

German (Pape)

[Seite 789] τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden πρόσχισμα, κεφαλίς, χιτών, u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91. τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden πρόσχισμα, κεφαλίς, χιτών, u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχισμα: τό, εἶδος ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος (ἐσχισμένον ἐκ τῶν ἔμπροσθεν Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ ὑποδήματος, διότι ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sorte de chaussure fendue par devant.
Étymologie: πρό, σχίζω.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, Α προσχίζω
1. είδος υποδήματος σχισμένου στο μπροστινό μέρος
2. το μπροστινό μέρος υποδήματος που έχει σχίσιμο ή άνοιγμα.

Greek Monotonic

πρόσχισμα: -ατος, τό, παπούτσι που έχει άνοιγμα μπροστά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσχισμα: ατος τό просхисма (род обуви, предполож. с разрезом спереди Arph. или передняя часть обуви Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσχισμα -ατος, τό [προσχίζω] voorste (gespleten) deel van een schoen.

Middle Liddell

πρό-σχισμα, ατος, τό,
the forepart of the shoe, from its being slit, Arist.