ἀκροσφαλής

From LSJ
Revision as of 12:41, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροσφᾰλής Medium diacritics: ἀκροσφαλής Low diacritics: ακροσφαλής Capitals: ΑΚΡΟΣΦΑΛΗΣ
Transliteration A: akrosphalḗs Transliteration B: akrosphalēs Transliteration C: akrosfalis Beta Code: a)krosfalh/s

English (LSJ)

ές, (σφάλλω)

   A apt to trip, unsteady, Plu.2.713b; ἀ. πρὸς ὑγίειαν precarious in health, Pl.R.404b; ἀ. οὐσίαι insecure, Phld.Oec.p.47 J.; ψυχὴ ἐν εὐτυχίᾳ ἀ. Max.Tyr.5.2. Adv. -ῶς, διακεῖσθαι Phld.Oec.p.49 J.; ἔχειν Plu. 2.682d.    II Act., apt to throw down, slippery, dangerous, Plb. 9.19.7.

German (Pape)

[Seite 85] ές, 1) zum Fallen geneigt, ἴχνος Nic. Al. 242; mit εὐκίνητος verb. Plut. S. N. V. 19; gew. übertr., πρὸς ὑγίειαν Plat. Rep. III, 404 b, von wankender Gesundheit; πρὸς ὀργήν, zum Zorne geneigt, Plut. de adul. et am. 41; πρὸς πάθος Symp. 1, 4. – 2) zum Fallen bringend, von Leitern, Polyb. 9, 19, 7. – Adv. -λῶς, z. B. ἔχειν Plut. Symp. 5, 7, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροσφᾰλής: -ές, (σφάλλω) ὑποκείμενος εἰς τὸ σφάλλεσθαι, προσπταίειν, ἀσταθής, Πλούτ. 2. 713Β· ἀκρ. πρὸς ὑγίειαν = ἐπισφαλής, Πλάτ. Πολ. 404Β: - οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ., ἀκροσφαλῶς ἔχειν, Πλούτ. 2. 682D. II. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ καταρρίψῃ τινά, ὀλισθηρός, ἐπικίνδυνος, Πολύβ. 9. 19, 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 sujet à tomber, chancelant, avec πρός et l’acc.;
2 enclin à.
Étymologie: ἄκρος, σφάλλω.

Spanish (DGE)

(ἀκροσφᾰλής) -ές
I 1vacilante, inseguro, precario ἀ. πρὸς ὑγίειαν Pl.R.404b, ἴχνος Nic.Al.242, οὐσίαι Phld.Oec.15.30, cf. Phryn.PS 32
que cae fácilmente, propenso πρὸς ὀργήν Plu.2.68d.
2 resbaladizo κλίμακες Plb.9.19.7.
II adv. -ῶς inestablemente, precariamente διακεῖσθαι Phld.Oec.16.18, ἔχειν Plu.2.682c.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροσφαλής)
αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη σταθερός, επισφαλής αβέβαιος
άρχ. ο ικανός να επιφέρει πτώση, ολισθηρός, επικίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -σφαλὴς < ἐσφάλην, σφάλλω.

Greek Monotonic

ἀκροσφᾰλής: -ές (σφάλλω), επιρρεπής στο λάθος, ασταθής, επισφαλής, αβέβαιος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροσφᾰλής: 1) неустойчивый, шаткий (αἱ κλίμακες Polyb.): ἀ. πρὸς ὑγίειαν Plat. шаткого здоровья; προς οὐδὲν ἀ. Plut. стойкий, невозмутимый;
2) склонный, подверженный (πρός τι Plut.).

Middle Liddell

σφάλλω
apt to trip, unsteady, precarious, Plat.