ἄναρκτος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, (ἄρχω)
A not governed or subject, Th.5.99; not submitting to be governed, βίος A.Eu.526 (where Wieseler metri gr. ἀνάρχετος, on analogy of ἀπεύχετος), S.Fr.30.
German (Pape)
[Seite 205] 1) nnbeherrscht, ohne Oberherrn, βίος Aesch. Eum. 500; Soph. frg. 28. – 2) keinen Oberherrn duldend, steh nicht beherrschen lassend, Thuc. 5, 99.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος ὥστε νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον μήτε δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 (ἔνθα ὁ Wieseler χάριν τοῦ μέτρου διώρθωσε λίαν ἐπιτυχῶς ἀνάρχετος κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἀπεύχετος), Σοφ. Ἀποσπ. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans maître, non gouverné;
2 qui ne se laisse pas gouverner.
Étymologie: ἀ, ἄρχω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se somete a disciplina, βίος A.Eu.526, cf. S.Fr.30.
2 que no puede ser sometido νησιώτης Th.5.99, οὐδεὶς δ' ἄναρκτος οὐδ' αὐτοτελής Plu.2.754d.
Greek Monolingual
ἄναρκτος, -ον (Α) άρχω
αυτός που δεν υποτάσσεται ή δεν έχει υποταχθεί σε άλλον, που δεν εξουσιάζεται ή δεν ανέχεται να εξουσιάζεται από άλλον.
Greek Monotonic
ἄναρκτος: -ον (ἄρχω), μη υποταγμένος ή μη εξουσιαζόμενος, σε Θουκ.· αυτός που δεν υποχωρεί στην εξουσία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄναρκτος: никому не подвластный, независимый Aesch., Soph., Thuc., Plut.
Middle Liddell
ἄρχω
not governed or subject, Thuc.: not submitting to be governed, Aesch.