μηρυκάζω
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
A chew the cud, Arist.HA507a36, 632b1; τὰ μηρυκάζοντα ruminants, ib.522b8, Thphr.HP3.10.2; of fishes, Arist.HA 632b8.
German (Pape)
[Seite 178] wiederkäuen; Arist. H. A. 2, 17. 9, 50; Poll. 2, 204 im med.
Greek (Liddell-Scott)
μηρυκάζω: ἀναμασῶ(μαι), ἐπὶ τῶν μηρυκαζόντων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 8., 9. 50, 12, κ. ἀλλ.· τὰ μηρυκάζοντα, τὰ μηρυκαστικά, αὐτόθι 3. 21, 7· - οὕτω μηρυκίζω, Αἰλ. π. Ζ. 5. 42, Γαλην.· καὶ μηρυκάομαι, ἀποθετ., Πλουτ. Ρωμ. 4, πρβλ. Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 8.
Greek Monolingual
(ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ
νεοελλ.
μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ μηρυκάζοντα
τα μηρυκαστικά ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι ενεστ. μηρυκάζω, μηρυκῶμαι και μηρυκίζω είναι πιθ. παράγωγα ενός αμάρτυρου ουσ. σε -κ- (αλλά όχι του τ. μήρυξ, το οποίο είναι νεώτερο τών μηρυκάζω, μηρυκῶμαι, μηρυκίζω) ή, κατ' άλλη άποψη, εκφραστικά παράγωγα ενός αμάρτυρου ενεστ. με επίθημα -κω- μηρύ-κω (< μηρύομαι «συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω»), πρβλ. ἐρύω: ἐρύκω].
Russian (Dvoretsky)
μηρῡκάζω: жевать жвачку: τὰ μηρυκάζοντα Arst. жвачные (животные).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: ruminate (Arist., Thphr.), -άομαι.
Compounds: Also with ἀνα-, ἀπο-, (LXX, Ph., Plu. a. o.; μαρ- Ath. 9, 390f, Jul. Gal. 314d), -ίζω (Gal.).
Derivatives: μηρυκισμός m. (LXX), ἀνα-μηρύκη-σις f. (Aristeas) ruminating; backformation μήρυξ m. name of a supposedly ruminating fish, Scarus cretensis (Arist.), s. Strömberg Fischnamen 53.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The three verbs μηρυκ-άομαι, -άζω, -ίζω can come either from a denominative from a noun with κ-suffix or be an expressive (iterative) enlargement of a primary *μηρύκ-ω, which may have itself an enlarging -κ- (ἐρύ-κ-ω with ἐρυκ-άνω, -ανάω : ἐρύομαι or ἐρύω; Schwyyzer 702). So we come back to a *μηρύω, -ύομαι wrap, wind, which can be easily combined(?) with the winding and turning mouth- and muscle-movements of a ruminator; cf. Grošelj Razprave 2, 44. -- Not with Machek Ling. Posn. 5, 67 f. to Slav. rumigati, Lat. rūmi-gāre with metathesis.