ὀνείδειος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον,
A reproachful, ὀνειδείοις ἐπέεσσι with words of reproach, Il.1.519, etc. ; once in Od., 18.326 ; ὀ. μῦθος Il.21.393. 2 dishonourable, ψωμὸς ὀ., of the fruits of begging, AP9.573 (Ammian.).
German (Pape)
[Seite 345] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦθος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνείδειος: -ον, ὀνειδιστικός, ὀνείδους πλήρης, ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ, Σ 326 οὕτω. μῦθος ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὄνειδος.
English (Autenrieth)
(ὄνειδος): reproachful; μῦθος. ἔπεα, and without ἔπος, Il. 22.497.
Greek Monolingual
ὀνείδειος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ονειδιστικός, εξυβριστικός
2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. -ειος (πρβλ. παίδ-ειος)].
Greek Monotonic
ὀνείδειος: -ον (ὄνειδος),·
1. καταφρονητικός, σε Όμηρ.
2. αξιοκαταφρόνητος, άτιμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνείδειος: 1) бранный, ругательный (ἔπεα, μῦθος Hom.);
2) постыдный, позорящий (ψωμός Anth.).
Middle Liddell
ὀνείδειος, ον, ὄνειδος
1. reproachful, Hom.
2. dishonourable, Anth.