πολεμόκραντος

From LSJ
Revision as of 12:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμόκραντος Medium diacritics: πολεμόκραντος Low diacritics: πολεμόκραντος Capitals: ΠΟΛΕΜΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: polemókrantos Transliteration B: polemokrantos Transliteration C: polemokrantos Beta Code: polemo/krantos

English (LSJ)

ον, (κραίνω)

   A finishing war, τέλος A.Th.162 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 654] den Krieg entscheidend, vollendend, τέλος, Aesch. Spt. 146.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμόκραντος: ον ὁ τελειώνων, ἀποφασίζων τὸν πόλεμον, Ἀσχύλου Θήβ. 161· πρβλ. μοιρόκραντος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui termine la guerre.
Étymologie: πόλεμος, κραίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τερματίζει τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημό-κραντος].

Greek Monotonic

πολεμόκραντος: -ον (κραίνω),· αυτός που αποφασίζει τον πόλεμο, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμόκραντος -ον [πόλεμος, κραίνω] de oorlog ten einde brengend.

Russian (Dvoretsky)

πολεμόκραντος: решающий (завершающий) войну (τέλος Aesch.).

Middle Liddell

πολεμό-κραντος, ον, κραίνω
finishing war, Aesch.