σχεδίασμα

From LSJ
Revision as of 08:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδίασμα Medium diacritics: σχεδίασμα Low diacritics: σχεδίασμα Capitals: ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
Transliteration A: schedíasma Transliteration B: schediasma Transliteration C: schediasma Beta Code: sxedi/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A freak, whim, caprice, Cic.Att.15.19.2.

German (Pape)

[Seite 1054] τό, das aus dem Stegreif, hurtig, nachlässig Gesagte, Gethane, Geschriebene, Cic. Att. 15, 19.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδίασμα: τό, ἐκ τοῦ προχείρου ὁμιλίαἐνέργεια, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 15. 19, 2.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σχεδιάζω
νεοελλ.
σχεδιογράφημα, σχέδιο
αρχ.
1. καθετί που έχει λεχθεί, γραφεί ή γίνει χωρίς προηγούμενη προετοιμασία, στα πρόχειρα
2. (κυρίως) αλλόκοτη επιθυμία, παραξενιά, καπρίτσιο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχεδίασμα -ατος, τό [σχεδιάζω] losse inval. Cic. Att. 15.19.2.

Russian (Dvoretsky)

σχεδίασμα: ατος, τό Cic. = σχεδιασμός.