ὑπερήδομαι

From LSJ
Revision as of 02:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερήδομαι Medium diacritics: ὑπερήδομαι Low diacritics: υπερήδομαι Capitals: ΥΠΕΡΗΔΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperḗdomai Transliteration B: hyperēdomai Transliteration C: yperidomai Beta Code: u(perh/domai

English (LSJ)

Pass.,

   A rejoice beyond measure at a thing, τοῖσι χρηστηρίοισι Hdt.1.54; τῷ πόματι Id.3.22: c. part., ἀκούων ὑπερήδετο he rejoiced much at hearing, Id.1.90, X.Cyr.3.1.31: also ὑ. ὅτι . . ib.8.3.50.    II Act., please exceedingly, Hdn.2.3.11.

German (Pape)

[Seite 1195] dep. pass., sich über die Maaßen freuen; τινί, über Etwas, Her. 1, 54; absolut, Luc. V. H. 1, 30; c. partic., Her. 1, 90; Xen. Cyr. 3, 1, 31; ὅτι, 8, 3, 50.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερήδομαι: ἥδομαι ὑπερβαλλόντως, ὑπερχαίρω, εὐχαριστοῦμαι ὑπερμέτρως διά τι πρᾶγμα, τοῖσι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 54· τῷ πόματι ὁ αὐτ. 3. 22· μετὰ μετοχ., ὑπερήδετο ἀκούων, πολὺ ἔχαιρεν ἀκούων, ὁ αὐτ. 1. 90, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 31· ὡσαύτως, ὑπ. ὅτι... αὐτόθι 8. 3, 50. - Τὸ ἐνεργ. ὑπερήδω. προξενῶ ἡδονήν, τέρψιν, παρὰ Βασιλ. ΙΙΙ, 268C.

Greek Monolingual

και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α
1. μέσ. ευφραίνομαι σε μέγιστο βαθμό
2. ενεργ. προκαλώ μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἥδομαι «ευφραίνομαι, χαίρομαι»].

Greek Monotonic

ὑπερήδομαι: Παθ., χαίρομαι υπερβολικά για, τινί, σε Ηρόδ.· με μτχ., ὑπερήδετο ἀκούων, χάρηκε πολύ ακούγοντας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερήδομαι: чрезвычайно радоваться: ὑ. τινι Her. быть весьма довольным чем-л.; ὑπερήδετο ἀκούων Her., Xen. он слушал с величайшим удовольствием или чрезвычайно обрадовался, услышав.

Middle Liddell


Pass. to be overjoyed at, τινι Hdt.; c. part., ὑπερήδετο ἀκούων he rejoiced much at hearing, Hdt.