κογχυλιάτης
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,
A = κογχίτης, X.An.3.4.10, Philostr.VA2.20.
Greek (Liddell-Scott)
κογχυλιάτης: ᾱ, ου, ὁ, = κογχίτης, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 10, Φιλόστρ. 71.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui porte des empreintes de coquillages.
Étymologie: κογχύλιον.
Greek Monolingual
ο (Α κογχυλιάτης)
ο κογχίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + κατάλ. -ιάτης, (πρβλ. λειμων-ιάτης, πωγων-ιάτης)].
Greek Monotonic
κογχῠλιάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ο γεμάτος κοχύλια, λίθος κογχ., μάρμαρο που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κογχῠλιάτης: ου adj. m носящий отпечатки раковин или содержащий окаменелые раковины (λίθος Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κογχυλιάτης -ου, ὁ [κογχύλιον] met schelpen; λίθος κ. kalksteen (waarin versteende schelpen voorkomen).
Middle Liddell
κογχῠλιά¯της, ου,
full of shells, λίθος κογχ. shelly marble, Xen.