σύνερξις

From LSJ
Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνερξις Medium diacritics: σύνερξις Low diacritics: σύνερξις Capitals: ΣΥΝΕΡΞΙΣ
Transliteration A: sýnerxis Transliteration B: synerxis Transliteration C: synerksis Beta Code: su/nercis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συνέργω)

   A forcing together, junction, ἐν τῇ σ. in close order of battle, D.C.50.32; ἡ τῶν γάμων σ. wedlock, Pl.Ti.18d: abs., Id.R.460a.    2 confinement, ἡ εἰς σῶμα σ. Porph.Sent.28, cf. Plu.Fr.6.2; ζῴων Porph.Abst.1.40.

German (Pape)

[Seite 1020] ἡ, Zusammendrängen, übh. Verbinden; Plat. Rep. V, 460 a; εἰς τὴν τῶν γάμων σύνερξιν, Tim. 18 d; Sp., wie D. Cass. 50, 32.

Greek (Liddell-Scott)

σύνερξις: ἡ, (συνέργω) σύγκλεισις, συμπύκνωσις, ἐν τῇ σ., ἐν πυκνῇ παρατάξει, Δίων Κ. 50. 32· τὴν τῶν γάμων σύνερξιν λάθρα μηχανᾶσθαι κλήροις τισίν; τὴν διὰ τῶν γάμων σύνδεσιν, Πλάτ. Τίμ. 18D· οὕτως, ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de resserrer ; resserrement ; particul. ordre de bataille en lignes serrées;
2 union.
Étymologie: συνέργω.

Greek Monolingual

-έρξεως, ἡ, Α συνέργω
στενή σύνδεση.

Greek Monotonic

σύνερξις: ἡ (συνέργω), στενή σύνδεση· ένωση με τα δεσμά του γάμου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σύνερξις: εως ἡ соединение, сочетание Plat.: ἡ τῶν γάμων σ. Plat. заключение браков.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνερξις -εως, ἡ [συνέργω] vereniging, verbinding.

Middle Liddell

σύνερξις, εως, συνέργω
close union, wedlock, Plat.