ἀμφιέζω
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
freq. as
A v.l. for ἀμφιάζω, cf. An. Ox.2.338.
German (Pape)
[Seite 138] = ἀμφιέννυμι, τινά, Plut. C. Graech. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιέζω: ἄλλ. γραφ. συνεχῶς ἀπαντῶσα ἀντὶ τοῦ ἀμφιάζω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
revêtir.
Étymologie: ἀμφί, ἔννυμι.
Spanish (DGE)
v. ἀμφιάζω.
Greek Monolingual
ἀμφιέζω (ΑΜ)
αμφιέννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἠμφίεσα αόρ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παράλληλος τ. του ρ. ἀμφιάζω.
ΠΑΡ. ἀμφίεσις (-η), αρχ. ἀμφιεσμός.
Greek Monotonic
ἀμφιέζω: = ἀμφιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιέζω: одевать, снабжать одеждой (τοὺς στρατιώτας Plut.).
Frisk Etymological English
See also: ἀμφιάζω
Chinese
原文音譯:¢mfišnnumi 暗非恩匿米詞類次數:動詞(4)
原文字根:封套-在內
字義溯源:穿衣,穿上,妝飾;由(ἀμφότεροι)=雙方)與(ἔννομος)X*=穿著)組成;其中 (ἀμφότεροι)出自(ἀμύνομαι)X*=環繞)。
同義字:1) (ἀμφιέζω / ἀμφιέννυμι)穿衣 2) (ἐνδιδύσκω)穿著 2) (ἐνδύω)穿上衣服 3) (ἱματίζω)穿上服裝 4) (παρεμβάλλω / περιβάλλω)披裹
出現次數:總共(4);太(2);路(2)
譯字彙編:
1) 穿(2) 太11:8; 路7:25;
2) 妝飾(2) 太6:30; 路12:28