μύουρος
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
(B), ἡ, a plant,
A mouse-tail, Orib.Fr.52, Alex.Trall.8.2. II = σάμψυχον, Ps.-Dsc.3.39.
μύουρ-ος (A), ον, (μῦς, οὐρά)
A tapering (lit. mousetailed), of a non-carnivorous fish's στόμα (snout), Arist.PA662a32, 697a1; of the αἱμόρροος 11, ἐπ' εὖρος τέτρυται μύουρος ἀπὸ φλογέοιο καρήνου Nic.Th.287, cf. 225; ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν Ael.NA15.13· εἰς (ἐπὶ) μείουρον ἄγεσθαι taper towards the tail, Philum.Ven.21.1, 27.1; ἐν τῷ μειούρῳ τῆς οὐρᾶς the tapering part of a horse's tail, Hippiatr.55; τὸ μείουρον (sc. τοῦ σπέρματος) πρὸς τὴν γῆν ἄγοντας Gp.10.57.8, cf. 10.63.4; κάμαξ μύουρος Apollod.Poliorc.172.9 (v.l. μεί-), 182.6, cf. Ph.Bel.51.8 (μύ-), 83.20 (μεί-) ; πύργον . . ἐς μύουρον ἀνιόντα Paus.10.16.1; αἱ πρὸς ὄμμα τε καὶ ὀρθογώνιοι στοαὶ πόρρωθεν μείουροι φαίνονται Hero *Deff.135.9 (v.l. μύ-) ; μετρεῖ τὰ μείουρα ὡς κώνους κολούρους, i.e. roughly, ib.8; σφὴν μείουρος Id.*Stereom.1.28; λίθος μείουρος ib.2.17 (v.l. μύ-), 59; ξύλον μύουρον Id.*Mens.8 (as Subst. μείουρος, ὁ, tapering prism, Id.*Deff.133.2, *Geom.3.24); ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἄκρον μείουροι Diocl.Fr.27; μείουρος σχηματισμὸς [τῶν δακτύλων], i.e. with the tips pressed together, Sor.2.60; μύουρον σχῆμα Str.2.5.6, Apollod.Poliorc.181.3; μερίς, τμῆμα, γραμμή, Str.11.11.7. Adv., συνηγμένων μειούρως τῶν δακτύλων Paul.Aeg.6.74. 2 στίχοι μείουροι 'tapering' hexameters, in which the first syllable of one of the last two feet is short instead of long, Ath. 14.632e, cf. Sch.Heph.p.290 C., Eust.900.7. 3 of the pulse, dying away gradually, Gal.8.480,524, 9.314. Adv. -ρως ibid. 4 of an epic poem with only a single μῦθος, ὥστε . . βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι it seems too short, Arist.Po.1462b6; of periods, Id.Rh.1409b18. (In this group of words codd. freq. vary between μυ- and μει-; both μυουρία and μειουρία are recognized by Eust. l. c.: μυ- prob. became μει- by phonetic change, cf. ἐρρηγεῖα, κώδεια, etc.: μῠ- Nic. Th.225, D.P.l.c., but μῡ- Nic. Th.287.)
German (Pape)
[Seite 218] mäuseschwänzig, am Ende abgestumpft, spitz zngehend; στόμα, Arist. part. an. 3, 1. 4, 13; Nic. Th. 225; στοά, S. Emp. pvrrh. 1, 118 adv. math. 7, 244, vgl. μείουρος. – Ἡ μύουρος u. τὸ μύουρον sind Kräuter, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μύουρος: -ον, συγκεκλεισμένος, στενός, ἐπὶ τοῦ στόματος τῶν ἰχθύων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνερρωγὸς στόμα, τῶν σαρκοβόρων ἰχθύων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 13., 4. 13, 22· σχῆμα δὲ τοῦ ὑποθήματος κατὰ πύργον... ἐς μύουρον ἀνιόντα ἀπὸ εὐρυτέρου τοῦ κάτω, καταλήγοντα εἰς ὀξύ, Παυσ. 10. 16, 1, πρβλ. Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 37A, Φίλων Βελοπ. 83B. 2) συγκεκομμένος, περικεκομμένος, κολοβός, ἐπὶ δραμάτων, Ἀριστ. Ποιητ. 26. 13· ἐπὶ περιόδων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9· σφυγμὸς Γαλην. (Ἂν καὶ κατὰ τὸν τύπον ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ τὸν ἔχοντα μυὸς οὐράν, ὅμως κατὰ σημασίαν εἶναι ἁπλῶς = τῷ μείουρος, ὅπερ καὶ ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. ἐν τῇ Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν δὲ Νικ. Θηρ. 287 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ μείουρος, ἀλλ’ ἐν Διον. Π. 405 μυουρίζοντι).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
en forme de queue de rat, mince, effilé ; ἡ μύουρος queue de rat, plante.
Étymologie: μῦς, οὐρά.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, -ον)
αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια του σχοινιού
αρχ.
1. στενός, με στενό άνοιγμα
2. (για σφυγμό) αυτός που εξασθενεί βαθμηδόν
3. (για ποίημα ή περίοδο λόγου) αυτό που περιέχει έναν μόνο μύθο, το κολοβό, το περικεκομμένο
4. το αρσ. ως ουσ. το κωνοειδές σχήμα
5. φρ. «μείουρος στίχος»
μτφ. ο εξάμετρος που η πρώτη συλλαβή ενός ή δύο από τους τελευταίους πόδες του είναι βραχεία αντί μακρά.
επίρρ...
μυούρως (Α)
(για σεισμό) με βαθμιαία εξασθένηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν-ουρος].
(II)
μύουρος, ἡ (Α)
1. είδος φυτού, πιθ. είδος κριθαριού
2. το φυτό σάμψυχον.
Greek Monotonic
μύουρος: -ον (οὐρά), αυτός που έχει ουρά όπως του ποντικιού· κολοβός, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
μύουρος:
1) заостренный, как мышиный хвост, т. е. суживающийся, конический (στόμα Arst.; στοά Sext.);
2) укороченный, кургузый, куцый (μῦθος Arst.).