ἀπειρόκακος

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρόκᾰκος Medium diacritics: ἀπειρόκακος Low diacritics: απειρόκακος Capitals: ΑΠΕΙΡΟΚΑΚΟΣ
Transliteration A: apeirókakos Transliteration B: apeirokakos Transliteration C: apeirokakos Beta Code: a)peiro/kakos

English (LSJ)

ον,

   A without experience of evil: τὸ ἀ. unsuspiciousness, Th.5.105.    II unused to evil or misery, E.Alc.927.

German (Pape)

[Seite 285] 1) im Leiden unerfahren, Eur. Alc. 930. – 2) mit dem Schlechten unbekannt, nicht bösartig; τὸ ἀπ., Gutartigkeit, Thuc. 5, 105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρόκᾰκος: -ον, ὁ μή γινώσκων τί ἐστι κακόν, ἄκακος, τό ἀπειρόκακον, τὸ μὴ ἔχειν πεῖραν κακοῦ, τὸ μὴ ὑποπτεύειν, Θουκ. 5. 105. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν πεῖραν κακῶν, ὁ μὴ εἰθισμένος εἰς τὰ κακὰ ἤ τὴν δυστυχίαν, Εὐρ. Ἄλκ. 927.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans expérience du malheur;
2 sans expérience du mal ; τὸ ἀπειρόκακον simplicité, naïveté.
Étymologie: ἄπειρος¹, κακός.

Spanish (DGE)

(ἀπειρόκᾰκος) -ον
1 inexperto en la desgracia σοὶ ... ἀπειροκάκῳ E.Alc.927, μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.1.47, μενοινή Nonn.D.42.165, cf. Basil.M.30.492D.
2 subst. neutr. τὸ ἀ. ingenuidad, falta de suspicacia Th.5.105, cf. Eus.DE 10.1.

Greek Monolingual

ἀπειρόκακος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν έχει πείρα του κακού, ο αθώος
αρχ.
αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το κακό, που δεν ξέρει τι θα πει δυστυχία.

Greek Monotonic

ἀπειρόκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που δεν γνωρίζει τί είναι κακό, αμάθητος στο να κάνει κακό, άπειρος, σε Ευρ.· τὸ ἀπειρόκακον, άγνοια κακού, αδυναμία διάκρισης του κακού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρόκᾰκος: не испытавший горя, не видевший зла Eur.

Middle Liddell

κακόν
without experience of evil, unused to evil, Eur. τὸ ἀπ. ignorance of evil, Thuc.