παραληπτός
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ή, όν,
A to be received, opp. παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b. II deserving of inclusion, Chrysipp.Stoic.3.17.
German (Pape)
[Seite 487] angenommen, annehmbar, Ggstz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραληπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ παραδοτός, τινι παρά τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, πρός τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.
Étymologie: παραλαμβάνω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παραλαμβάνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς
2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.).
Greek Monotonic
παραληπτός: -ή, -όν, αυτός που είναι αποδεκτός, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen.
Russian (Dvoretsky)
παραληπτός:
1) могущий быть перенятым Plat.;
2) могущий быть примененным, применимый (πρός τι Plut.).
Middle Liddell
παρα-ληπτός, ή, όν
to be accepted, Plat.