ἀκροτελεύτιον

From LSJ
Revision as of 05:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροτελεύτιον Medium diacritics: ἀκροτελεύτιον Low diacritics: ακροτελεύτιον Capitals: ΑΚΡΟΤΕΛΕΥΤΙΟΝ
Transliteration A: akroteleútion Transliteration B: akroteleution Transliteration C: akroteleytion Beta Code: a)kroteleu/tion

English (LSJ)

τό,

   A fag-end of anything, esp. of verse or poem, Th.2.17, Phryn. Com.86: generally, τοῦ γήρως Vit.Philonid. p.8 C.:—burden, chorus, D.C.63.10.

German (Pape)

[Seite 85] τό, das äußerste Ende, Schluß eines Gedichtes u. dgl., Thuc. 2, 17; des Briefes, Cic. Att. 5, 21; adj., ganz zuletzt, ἔπος B. A. 963.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροτελεύτιον: τό, τὸ ἄκρον, ἡ παρυφή, τὸ «κενάρι» παντὸς πράγματος, ἰδίως ἐπὶ στίχου ἢ ποιήματος, Θουκ. 2.17, Φρύν. Α. Β. 369· ἐντεῦθεν, τὸ περιοδικῶς ἐπαναλαμβανόμενον μέρος τοῦ ᾄσματος, ἐπῳδός, πρβλ. Δίων. Κ. 63. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ce qui est tout à la fin (d’un vers, d’un poème, etc.).
Étymologie: ἄκρος, τελευτή.

Greek Monotonic

ἀκροτελεύτιον: τό, η κατάληξη ενός στίχου ή ποιήματος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροτελεύτιον: τό конец, окончание, заключительная часть (Πυθικοῦ μαντείου Thuc.).

Middle Liddell

the fag-end of a verse, Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροτελεύτιον -ου, τό ἄκρος, τελευτή verseinde.