πρωτόβολος

From LSJ
Revision as of 11:01, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόβολος Medium diacritics: πρωτόβολος Low diacritics: πρωτόβολος Capitals: ΠΡΩΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: prōtóbolos Transliteration B: prōtobolos Transliteration C: protovolos Beta Code: prwto/bolos

English (LSJ)

ον, Pass., first struck, τέρμονα π. ἁλίῳ E. Tr. 1068 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pousse le premier ou la première fois;
2 qui pousse ses premières dents en parl. d’un cheval.
Étymologie: πρῶτος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Greek Monotonic

πρωτόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπιέται πρώτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόβολος: прежде всех освещаемый или согреваемый (ἁλίῳ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτόβολος -ον [πρῶτος, βάλλω] het eerst getroffen:. π. ἁλίῳ door de stralen van de zon Eur. Tr. 1068.

Middle Liddell

πρωτό-βολος, ον, βάλλω
first struck, Eur.