ναυσθλόω

From LSJ
Revision as of 17:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσθλόω Medium diacritics: ναυσθλόω Low diacritics: ναυσθλόω Capitals: ΝΑΥΣΘΛΟΩ
Transliteration A: nausthlóō Transliteration B: nausthloō Transliteration C: nafsthloo Beta Code: nausqlo/w

English (LSJ)

   A carry by sea, ἐκ γᾶς E.Tr.162 (lyr.); ἐς γῆν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρόν Id.Supp.1037:—Med., take with one by sea, ναυσθλοῦσθε παῖδα Id.IT1487:—Pass., go by sea, ναυσθλοῦμαι Id.Tr.677; πελάγεσιν ναυσθλούμενος Id.Hel.1210; οὐ ναυσθλώσομαι Ar.Pax 126.    II Pass., to be visited by ships, γῆ ναυσθλωθήσεται Lyc.1415.

German (Pape)

[Seite 232] = ναυστολέω, überfahren, zu Schiffe führen; τινὰ πατρῴας ἀπὸ γᾶς, Eur. Troad. 164; εἰς τὴν πατρίδα – νεκρόν, Suppl. 1037; auch med., ναυσθλοῦσθε τὸν παῖδα εἰς Ἀθήνας, l. A. 1487. Aber bei Ar. Pax 126, πτηνὸς πορεύσει πῶλος οὐ ναυσθλώσομαι, erkl. Schol. richtig οὐ νηὸς ἐπιβήσομαι. Vgl. ναυλόω.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσθλόω: συντετμ. ἐκ τοῦ ναυστολέω, φέρω, μεταφέρω διὰ θαλάσσης, ἀπὸ γᾶς Εὐρ. Τρῳ. 164· ἐς τὴν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρὸν Ἱκέτ. 1037· ― Μέσ., λαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦσθε παῖδα Εὐρ. Ι. Τ. 1487. ― Παθ., πορεύομαι, ὑπάγω διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦμαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 672· πελάγεσιν ναυσθλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1210· ναυσθλώσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 126. ΙΙ. Παθ., συχνάζομαι ὑπὸ πλοίων, γῆ ναυσθλωθήσεται Λυκόφρ. 1415.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
transporter sur un navire, acc..
Étymologie: ναῦς.

Greek Monotonic

ναυσθλόω: μέλ. -ώσω, συντετμ. αντί ναυστολέω, μεταφέρω διά θαλάσσης, σε Ευρ. — Μέσ., μεταφέρομαι μέσα από τη θάλασσα, στον ίδ. — Παθ., πορεύομαι διά θαλάσσης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ναυσθλόω: [из ναυστολέω
1) перевозить на корабле, увозить морем (τινα πατρῴας ἀπο γᾶς; med. τινα εἰς Ἀθήνας Eur.);
2) med. плыть на корабле (οὐ ναυσθλώσομαι Arph.).

Middle Liddell

ναυσθλόω, [contr. for ναυστολέω
to carry by sea, Eur.:—Mid. to take with one by sea, Eur.:—Pass. to go by sea, Eur.