ἀπάρθενος
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ον,
A no more a maid, Theoc.2.41; νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον 'virgin wife and widowed maid', E.Hec.612.
German (Pape)
[Seite 280] nicht mehr Jungfrau, Theocr. 2, 41; aber παρθένος ἀπάρθενος Eur. Hec. 610 = unglückliche Jungfrau.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάρθενος: -ον, ἡ μηκέτι παρθένος, Θεόκρ. 2. 41· νύμφην τ’ ἄνυμφον παρθένον τ’ ἀπάρθενον, «κακοπάρθενον παρθένον καὶ κακόνυμφον νύμφην» (Σχόλ.) Εὐρ. Ἑκ. 612.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
παρθένος ἀπάρθενος EUR vierge qui n’est plus vierge en parl. de Polyxène mariée à l’ombre d’Achille et dès lors ἀπάρθενος, mais παρθένος puisque c’est à une ombre qu’elle est mariée.
Étymologie: ἀ, παρθένος.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser llamada virgen παρθένον τ' ἀπάρθενον de Polixena sacrificada como desposada con Aquiles, E.Hec.612.
2 no virgen, desflorada ἔθηκε κακὰν καὶ ἀ. ἦμεν Theoc.2.41.
Greek Monolingual
(I)
ἀπάρθενος, -ον (Α)
αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα.———————— (II)
-η, -ο
1. παρθένος, παρθενικός, ανέγγιχτος («απάρθενο κορίτσι»)
2. αδούλευτος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. του τ. υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) < α- (προθετ.) + παρθένος
β) < αει-πάρθενος
και γ) < ευ-πάρθενος].
Greek Monotonic
ἀπάρθενος: -ον, αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα, σε Θεόκρ.· νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ'ἀπάρθενον, «παντρεμένη παρθένα και χήρα νύφη», σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάρθενος:
1) Theocr. = ἀπαρθένευτος;
2) не познавшая девичьих радостей: παρθένος ἀ. Eur. несчастная дева (о Поликсене, обрученной с тенью Ахилла).
Middle Liddell
no more a maid, Theocr.; νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον "virgin wife and widow'd maid, " Eur.