κατακονά
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ἡ, (κατακαίνω)
A destruction, κατακονὰ ἀβίοτος βίου E.Hipp. 821 (lyr.).--The v.l., supported by Sch. (cf. EM50.25, Eust.381.22), κατακονᾷ… βίος, implies a Verb κατ-ᾰκονάω, wear away, as is done in whetting steel.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰκονά: ἡ, (κατακαίνω), διαφθορά, καταστροφή, κατακονὰ ἀβίοτος βίου Εὐρ. Ἱππ. 821.― Ὁ Σχολ. (πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 50. 25, Εὐστ. 381. 22) πρέπει νὰ εἶχεν ἀναγνώσει κατακονᾷ... βίος, ἐκ τοῦ κατακονάω, φθείρω καὶ λεπτύνω, κατατρίβω (ὅπως ὅταν τις ἀκονᾷ χάλυβα), ἀλλ’ ἐσφαλμένως·― τὸ ῥῆμα κατακονάω (ἐκ τοῦ ἀκόνη) ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 295. 44· μεταφορ., ἴδε ἐν λέξει καλλύνω.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
ruine.
Étymologie: κατακαίνω.
Greek Monolingual
κατακονά, ἡ (Α) κατακαίνω
διαφθορά, καταστροφή.
Greek Monotonic
κατᾰκονά: ἡ (κατακαίνω), = διαφθορά, καταστροφή, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰκονά: ἡ гибель, разрушение (βίου Eur.).
Middle Liddell
κατᾰκονά, ἡ, κατακαίνω = διαφθορά,]
destruction, Eur.