ἀσέληνος

From LSJ
Revision as of 13:04, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσέληνος Medium diacritics: ἀσέληνος Low diacritics: ασέληνος Capitals: ΑΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: asélēnos Transliteration B: aselēnos Transliteration C: aselinos Beta Code: a)se/lhnos

English (LSJ)

ον,

   A moonless, νύξ Th.3.22, cf. Plb.7.16.3, App.BC5.114.

German (Pape)

[Seite 369] νύξ, mondlos, finster, Anacr. 31, 12: Thuc. 3, 22; Pol. 7, 16, 3; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσέληνος: -ον, ὁ ἄνευ σελήνης, νὺξ Θουκ. 3. 22, πρβλ. Πολύβ. 7. 16, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans lune.
Étymologie: ἀ, σελήνη.

Spanish (DGE)

-ον
sin luna νύξ Th.3.22, Aen.Tact.18.13, Plb.7.16.3, D.S.11.61, App.BC 5.114, D.C.40.25.4, Polyaen.6.27.1, Iambl.Fr.12, Anacreont.33.12, Tz.Comm.Ar.1.120.3, τόποι Nic.Fr.Hist.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσέληνος, -ον)
αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο σκοτεινός («νὺξ ἀσέληνος»
«ζοφώδης καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας»).

Greek Monotonic

ἀσέληνος: -ον (σελήνη), αυτός που δεν έχει φεγγάρι, ασέληνος, νύξ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσέληνος: безлунный (νύξ Anacr., Thuc., Polyb., Plut.).

Middle Liddell

σελήνη
moonless, νύξ Thuc.