βατταρίζω
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
onomatop. word,
A stammer, Hippon.108, Pl.Tht.175d (prob.l.), Cic.Att.6.5.1, Luc.JTr.27.
German (Pape)
[Seite 439] stottern, stammeln, übh. B. A. 30 ἄσημα καὶ ἀδιάρθρωτα διαλέγεσθαι Hipponax bei B. A. 85 u. Sp., z. B. Luc. lup. Trag. 27; vgl. Cic. Att. 6, 5. Die Ableitung von einem stotternden Könige Battus von Cyrene, Her. 4, 155, ist falsch; das Wort ist onomatopoetisch.
Greek (Liddell-Scott)
βαττᾰρίζω: λέξ. ὠνοματοπ., ψελλίζω, τραυλίζω, Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, ἄναρθρος καὶ ἀδιανόητος ὁμιλία, τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
bredouiller, dire des niaiseries.
Étymologie: βάτταλος.
Spanish (DGE)
balbucear, balbucir Hippon.155, Pl.Tht.175d, Cic.Att.119.1, βατταρίζων καὶ ταραττόμενος Luc.ITr.27, βατταρίζων ὥσπερ τὰ παιδία Porph.Hist.Phil.11, cf. D.Chr.11.27, Them.Or.21.252c, Cyr.Al.M.76.1012B, Hsch.
• Etimología: Prob. de origen imitativo, quizá rel. c. βάταλος q.u.
Greek Monolingual
(AM βατταρίζω)
τραυλίζω
νεοελλ.
περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό -ττ-), που θεωρείται ότι ανάγεται σε bata-, ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το βατταρίζω συσχετίστηκε με το βάτταλος, με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Εξάλλου συγκρίσιμοι προς το βατταρίζω τύποι απαντούν και σε άλλες ινδοευρ, γλώσσες (πρβλ. λατ. balbus «τραυλός», butubatta «ασήμαντα πράγματα»), ενώ το μτγν. λατ. bat(t)ulus «βραδύγλωσσος» πρέπει να αποτελεί δάνειο από την Ελληνική].
Greek Monotonic
βαττᾰρίζω: (βάττος), ψελλίζω, τραυλίζω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
βαττᾰρίζω: быть косноязычным, заикаться Luc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: a speech-defect, perhaps stammer (Hippon.). Cf. Holst Symb. Oslo. 4, 11; cf. βατταρισμοῖς φλυαρίαις and Βάττος ...τρυλόφωνος, ἰσχνόφωνος. H.
Derivatives: βατταρισμός (Phld.). Cf. Βάτταρος (Herod.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Comparable is βαττολογέω stammer (Ev. Matt. 6, 7, Simp.) with βαττολογία ἀργολογία, ἀκαιρολογία H. Cf. the PN Βάττος (Hdt. 4, 155). S. also βάταλος. Onomatopoet.?; cf. Lat. butubatta; on βαττολογέω esp. Blaß-Debrunner Gramm. neutest. Gr.7 Anh. par. 40. Pok. 95.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βατταρίζω, onomat., stotteren.