βαρβαρισμός
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ὁ,
A use of a foreign tongue or of one's own tongue amiss, barbarism, Arist.Po.1458a26, Diog.Bab.Stoic.3.214, Ph.1.124, Plu.2.731e; μιᾶς λέξεως κακία ὁ β., ἐπιπλοκῆς δὲ λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός A.D.Synt.198.7.
German (Pape)
[Seite 432] ὁ, eigtl. das Reden einer fremden Sprache, das Reden oder Schreiben einer Sprache nach Art eines Fremden, dah. Sprachfehler, fehlerhafter Ausdruck, Arist. Poet. 22; Luc. D. Mort. 10, 10 Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβᾰρισμός: χρῆσις ξένης τινὸς γλώσσης ἢ αὐτῆς τῆς γλώσσης τοῦ λαλοῦντος ἐσφαλμένη, Ἀριστ. Ποιητ. 22. 4 καὶ 6· πρβλ. Gellius 5. 20· - τὸ περὶ τὴν λέξιν ἁμάρτημα, Γραμματ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
langage inintelligible comme serait une langue étrangère.
Étymologie: βαρβαρίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I incorrección lingüística, barbarismo Arist.Po.1458a26, Diog.Bab.Stoic.3.214, de una traducción de los LXX en griego incorrecto, Ph.1.124, cf. Luc.DMort.20.10, Sch.Er.Il.11.441, Lyd.Mag.3.32, Isid.Etym.1.32.2
•unido al solecismo, Plu.2.731e, A.D.Synt.198.7, S.E.M.1.210, 215, 231, D.L.7.59, Philostr.VS 541.
II 1partidismo pro-persa, SEG 22.506.9 (Quíos IV a.C.).
2 estado de barbarie, barbarie en la época entre Adán y Noé, Epiph.Const.Anac.1 (p.162.6), de las religiones paganas, Epiph.Const.Haer.80.10 (p.495.6).
Greek Monolingual
ο (AM βαρβαρισμός) βαρβαρίζω
η χρησιμοποίηση εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως κακία ὁ βαρβαρισμός, ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός» (βαρβαρισμός = γραμματικό σφάλμα, σολοικισμός = συντακτικό σφάλμα) (Απολλ. Δύσκολος)]
νεοελλ.
βάρβαρη συμπεριφορά.
Greek Monotonic
βαρβᾰρισμός: ὁ (βαρβᾰρίζω), βαρβαρισμός, χρήση αλλότριων γλωσσικών στοιχείων, εσφαλμένη χρήση των γλωσσικών στοιχείων της ίδιας της γλώσσας, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
βαρβᾰρισμός: ὁ варваризм, негреческий оборот Arst., Plut., Luc.
Middle Liddell
[from βαρβαρικός βαρβαρίζω
barbarism, Arist.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρβαρισμός -οῦ, ὁ βάρβαρος barbarisme, vreemd of fout of buitenlands taalgebruik :. ἂν... ἐκ μεταφορῶν, αἴνιγμα, ἐὰν δὲ ἐκ γλωττῶν, βαρβαρισμός als (iemands taal bestaat) uit metaforen, is het een raadsel, als (iemands taal bestaat) uit vreemde woorden, is het een barbarisme Aristot. Poët. 1458a26.