δεκάβοιος

From LSJ
Revision as of 15:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάβοιος Medium diacritics: δεκάβοιος Low diacritics: δεκάβοιος Capitals: ΔΕΚΑΒΟΙΟΣ
Transliteration A: dekáboios Transliteration B: dekaboios Transliteration C: dekavoios Beta Code: deka/boios

English (LSJ)

ον, (βοῦς)

   A worth ten oxen, τὸ δ. a coin attributed to Theseus, Plu. Thes.25; δεκάβοιον ἀποτίνειν, from a law of Draco, Poll.2.61.

German (Pape)

[Seite 542] zehn Rinder werth, Plut. Thes. 25.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάβοιος: -ον, (βοῦς), ἀξίζων δέκα βοῦς, τὸ δεκ., νόμισμα ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Θησέα, Πλούτ. Θησ. 25· δεκάβοιον ἀποτίνειν, ἔκ τινος νόμου τοῦ Δράκοντος, Πολυδ. Β΄, 61, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du prix de dix bœufs.
Étymologie: δέκα, βοῦς.

Greek Monolingual

δεκάβοιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία δέκα βοδιών
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάβοιον
νόμισμα που ορίστηκε, όπως αναφέρεται, από τον Θησέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -βοιος < βους (πρβλ. αλφεσίβοιος, εκατόμβοιος)].

Greek Monotonic

δεκάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει ίσαμε δέκα βόδια· τὸ δεκάβοιον, νόμισμα αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δεκάβοιος: стоимостью в 10 «быков», т. е. в десять монет с изображением быка (выпущенных Тесеем) Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκάβοιος -ον [δέκα, βοῦς] tien runderen waard.

Middle Liddell

βοῦς
worth ten oxen, τὸ δεκάβοιον a coin attributed to Theseus, Plut.