ἐπενδίδωμι

From LSJ
Revision as of 14:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενδίδωμι Medium diacritics: ἐπενδίδωμι Low diacritics: επενδίδωμι Capitals: ΕΠΕΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: ependídōmi Transliteration B: ependidōmi Transliteration C: ependidomi Beta Code: e)pendi/dwmi

English (LSJ)

   A give over and above, ἐ. τρίτην I put in yet a third blow, A. Ag.1386.

German (Pape)

[Seite 915] (s. δίδωμι), noch dazu, daraufgeben, Aesch. Ag. 1359.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδω ἐπὶ πλέον, πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι (πληγήν), ἐπιπροστίθημι καὶ τρίτον κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1386. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπενδόμενοι· ἐπεοειδόμενοι».

French (Bailly abrégé)

donner en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐνδίδωμι.

Greek Monolingual

ἐπενδίδωμι, (Α)
1. δίνω επί πλέον («πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι» — και πεσμένο τον χτυπώ για τρίτη φορά, του δίνω και το τρίτο χτύπημα, Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐπενδίδωμι: μέλ. -δώσω, δίνω επιπλέον, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπενδίδωμι: давать сверх (чего-л.), прибавлять: ἐ. τρίτην τινί Aesch. нанести третий удар кому-л.

Middle Liddell

fut. -δώσω
to give over and above, Aesch.