εὐήκης
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ες, (ἀκή A)
A well-pointed, αἰχμῆς… εὐήκεος Il.22.319; keenedged, φάσγανα A.R.2.101, Phanocl.1.8; ξυρόν Nic.Al.411.
German (Pape)
[Seite 1067] ες (ἀκή), wohl gespitzt, sehr scharf; αἰχμή Il. 22, 319; sp. D., φάσγανα Ap. Rh. 2, 101; ἅρπη Opp. H. 5, 637; ξυρόν Nic. Al. 410. – Bei Empedocl. v. 374 wird βάξις εὐήκης erkl. durch εὐήκοος u. ist wohl in εὐηχής zu ändern.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήκης: -ες, (ἀκὴ) καλῶς ἠκονημένος, ὀξύς, αἰχμῆς... εὐήκεος Ἰλ. Χ. 319· εὐήκεα φάσγανα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 101· εὐήκεϊ ξυρῷ Νικ. Ἀλ. 410· πρβλ. εὐαγὴς Ι, ἐν τέλει. - Ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
très aigu.
Étymologie: εὖ, ἀκή.
English (Autenrieth)
ες (ἀκή): well <<>*<>> pointed, sharp, Il. 22.319†.
Greek Monotonic
εὐήκης: -ες (ἀκή), οξύς, αιχμηρός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐήκης: ἀκίς хорошо заостренный, очень острый (αἰχμή Hom.).
Middle Liddell
εὐ-ήκης, ες [ἀκή]
well-pointed, Il.