ἱππαρμοστής

From LSJ
Revision as of 15:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαρμοστής Medium diacritics: ἱππαρμοστής Low diacritics: ιππαρμοστής Capitals: ΙΠΠΑΡΜΟΣΤΗΣ
Transliteration A: hipparmostḗs Transliteration B: hipparmostēs Transliteration C: ipparmostis Beta Code: i(pparmosth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Laced. for ἵππαρχος,

   A commander of cavalry, X.HG4.4.10,5.12; cf. ἵπφαρμος.

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, bei den Lacedämoniern Befehlshaber der Reiterei, Xen. Hell. 4, 4, 10. 5, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαρμοστής: -οῦ, ὁ Λακεδαιμ. ἀντὶ τοῦ ἵππαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 10., 5. 12· πρβλ. ἱππαγρέται.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
commandant de cavalerie, à Sparte.
Étymologie: ἵππος, ἁρμοστής.

Greek Monolingual

ἱππαρμοστής, ὁ (Α)
λακων. τ. αντί ίππαρχος («Πασίμαχος ό ίππαρμοστής», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππ(ο)- + ἁρμοστής (< ἁρμόζω)].

Greek Monotonic

ἱππαρμοστής: -οῦ, ὁ, Λακεδαιμ. αντί ἵππαρχος, διοικητής του ιππικού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱππαρμοστής: οῦ ὁ (в Спарте) гиппармост, начальник конницы Xen.

Middle Liddell

ἱππ-αρμοστής, οῦ, [Laced. for ἵππαρχος,]
a commander of cavalry, Xen.