πρωτοπήμων
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα)
A first cause of ill, A.Ag.223 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 805] ονος, zuerst od. zumeist schadend, Aesch. Ag. 216.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα) ὁ πρῶτος αἴτιος τοῦ κακοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 224.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui est la source des maux.
Étymologie: πρῶτος, πῆμα.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. πολυ-πήμων.
Greek Monotonic
πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, πρωταίτιος του κακού, σε Αισχύρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτοπήμων -ονος [πρῶτος, πήμων] eerste oorzaak van rampen:. παρακοπὰ π. waanzin, die als eerste rampspoed brengt Aeschl. Ag. 223 ( lyr. ).
Russian (Dvoretsky)
πρωτοπήμων: ονος adj. являющийся первопричиной зла (παρακοπή Aesch.).