ῥάκωμα
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,= ῥάκη,
A rags, Ar.Ach.432.
German (Pape)
[Seite 833] τό, = ῥάκος, Lumpenzeug, Ar. Ach. 407.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάκωμα: τό, (ῥᾰκόω) ἐν τῷ πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 432.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement déguenillé, haillon.
Étymologie: ῥακόω.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α
κουρελάκι, μικρό απομεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εμφατικός τ. < ῥάκος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος)].
Greek Monotonic
ῥάκωμα: -ατος, τό, σε πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, κουρέλια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ῥάκωμα: ατος (ᾰ) τό лохмотья, отрепье, ветошь Arph.
Middle Liddell
ῥάκωμα, ατος, τό, [from ῥᾰκόω]
in pl., = ῥάκη, rags, Ar.