στρυφνότης

From LSJ
Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρυφνότης Medium diacritics: στρυφνότης Low diacritics: στρυφνότης Capitals: ΣΤΡΥΦΝΟΤΗΣ
Transliteration A: stryphnótēs Transliteration B: stryphnotēs Transliteration C: stryfnotis Beta Code: strufno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A rough, harsh taste, sourness, Arist.Cat.9a30, Pr.864b5: pl., Diocl.Fr.138, Gal.6.465.    II metaph., harshness of style, prob. in D.H.Dem.34 (στριφνότης (q.v.) codd.); περὶ τὸ ἦθος Plu.Mar.2.

German (Pape)

[Seite 957] ητος, ἡ, zusammenziender, herber, saurer Geschmack, Theophr. u. Plut.; u. übertr., sauertöpfisches, mürrisches Wesen, Plut. Mar. 2; aber στρ. τῆς λέξεως ist = das durchdringende, D. Hal. de Dem. vi 34.

Greek (Liddell-Scott)

στρυφνότης: -ητος, ἡ, τραχεῖα, στρυφνὴ γεῦσις, «στυφάδα», «ξινάδα»,· Ἀριστ. Κατηγ. 8, 8, Προβλ. 1. 42, 4. ΙΙ. μεταφορ., τραχύτης ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34· στρ. περὶ τὸ ἦθος Πλουτ. Μάρ. 2.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 saveur âcre, acerbe;
2 fig. caractère âpre, morose.
Étymologie: στρυφνός.

Greek Monotonic

στρυφνότης: -ητος, ἡ, οξεία, δριμεία, στυφή γεύση· μεταφ., τραχύτητα, δυστροπία χαρακτήρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

στρυφνότης: ητος ἡ
1) терпкость, вяжущий вкус Arst., Plut.;
2) угрюмость, мрачность (περὶ τὸ ἦθος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρυφνότης -ητος, ἡ [στρυφνός] zuurheid; ook overdr. van iems. karakter zuurheid, norsheid. Plut. Mar. 2.1.

Middle Liddell

στρυφνότης, ητος, ἡ,
a rough, harsh taste: metaph. harshness of temper, Plut.