λειόμιτος

From LSJ
Revision as of 10:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόμῐτος Medium diacritics: λειόμιτος Low diacritics: λειόμιτος Capitals: ΛΕΙΟΜΙΤΟΣ
Transliteration A: leiómitos Transliteration B: leiomitos Transliteration C: leiomitos Beta Code: leio/mitos

English (LSJ)

ον,

   A smoothing the warp, κάμακες AP6.247 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 24] die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend, κάμακες, Philp. 18 (VI, 247).

Greek (Liddell-Scott)

λειόμῐτος: -ον, ὁ λειαίνων τὸ στημόνιον, κάμαξ Ἀνθ. Π. 6. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tend ou aplanit les fils d’une trame.
Étymologie: λεῖος, μίτος.

Greek Monolingual

λειόμιτος, -ον (Α)
αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το στημόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + μίτος «κλωστή του στημονιού, νήμα» (πρβλ. αμφί-μιτος, λεπτό-μιτος)].

Greek Monotonic

λειόμῐτος: -ον, αυτός που ισιώνει τους μίτους του υφάσματος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λειόμῐτος: разглаживающий основу (ткани) (κάμαξ Anth.).

Middle Liddell

λειό-μῐτος, ον
smoothing the warp, Anth.